Ξαφνικούς φορολογικούς ελέγχους σε νεοσύστατες επιχειρήσεις, ύποπτες για φοροδιαφυγή και προληπτικό καταλογισμό φόρων εισοδήματος και ΦΠΑ προβλέπει διάταξη που θα περιληφθεί στο νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών, το οποίο τίθεται σήμερα σε δημόσια διαβούλευση.
Στόχος είναι η καταπολέμηση μιας νέου τύπου απάτης, που έχει διαπιστωθεί από τις ελεγκτικές υπηρεσίες της ΑΑΔΕ, με επιχειρήσεις που ανοίγουν, όχι για να υπηρετήσουν επιχειρηματικούς σκοπούς, αλλά με στόχο τη φορολογική απάτη και το ξέπλυμα χρήματος.
Το θέμα αφορά σε εποχικές επιχειρήσεις που κάνουν έναρξη δραστηριότητας, πληρώνουν την πρώτη δόση του ΦΠΑ αλλά δεν καταβάλλουν τις υπόλοιπες, γιατί στο μεταξύ έχουν εξαφανιστεί οι υπεύθυνοι.
Το φαινόμενο αυτό έχει ενταθεί τα τελευταία χρόνια και δεν περιορίζεται μόνο στις εποχιακού χαρακτήρα δραστηριότητες, αλλά έχει επεκταθεί και σε άλλες, που αφήνουν απλήρωτους φόρους, ασφαλιστικές εισφορές προς τον ΕΦΚΑ και σε προμηθευτές τους.
Για την αντιμετώπισή του, το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, εισάγει έναν νέο όρο στη φορολογική νομοθεσία, τον «ενδιάμεσο προσδιορισμό φόρου».
Η διαδικασία αυτή προβλέπει πως οι ελεγκτικές υπηρεσίες και ειδικότερα οι ΥΕΔΔΕ (οι Υπηρεσίες Ελέγχου και Διασφάλισης Δημοσίων Εσόδων), που αναλαμβάνουν το έργο της διεξαγωγής των συγκεκριμένων ελέγχων, εφόσον κρίνουν με βάση τις ενδείξεις ότι υπάρχει πιθανότητα οι υπεύθυνοι της επιχείρησης να εξαφανιστούν, τότε:
- Θα διενεργείται έκτακτος επιτόπιος φορολογικός έλεγχος.
- Θα πραγματοποιείται καταλογισμός ΦΠΑ και φόρου εισοδήματος, ακόμη και πριν τη λήξη της φορολογικής περιόδου, με τεκμαρτό τρόπο.
- Τα ποσά των φόρων που θα καταλογίζονται, θα δεσμεύονται από τους τραπεζικούς λογαριασμούς των υπευθύνων, μετά από άρση του απορρήτου. Αν πληρωθούν κανονικά, οι τραπεζικοί λογαριασμοί θα αποδεσμεύονται.
Προληπτικός καταλογισμός φόρου
Η νέα διαδικασία προληπτικού ελέγχου και προληπτικού καταλογισμού φόρου, είναι διαφορετική σε σχέση με τα όσα προληπτικά μέτρα προβλέπει ήδη η ισχύουσα φορολογική νομοθεσία. Ειδικότερα, ο Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας προβλέπει ότι:
- Σε περίπτωση που η ΑΑΔΕ ανακαλύψει ότι φορολογούμενος δεν έχει υποβάλει φορολογική δήλωση, εισοδήματος, ακινήτων κ.λ.π, τότε έχει τη δυνατότητα να επιβάλει «φόρο κατ΄ εκτίμηση».
- Επίσης, όταν υπάρχουν πληροφορίες ή ενδείξεις ότι κάποιος ετοιμάζεται να εγκαταλείψει τη χώρα, τότε επιβάλλει «προληπτικός φόρο», ακόμη και πριν τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της φορολογικής δήλωσης.
Ο φόρος κατ΄ εκτίμηση
Σύμφωνα με τον ΚΦΔ, «σε περιπτώσεις που ο φορολογούμενος, παρά την υποχρέωση του να υποβάλει φορολογική δήλωση σύμφωνα με τις διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας, δεν υποβάλει φορολογική δήλωση, η Φορολογική Διοίκηση δύναται να εκδώσει πράξη εκτιμώμενου προσδιορισμού φόρου, ορίζοντας τη φορολογητέα ύλη, με βάση κάθε στοιχείο και πληροφορία που έχει στη διάθεσή της και αφορούν ιδίως το επίπεδο διαβίωσης του φορολογουμένου, την άσκηση της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του ή ομοειδείς επιχειρηματικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες».
Επίσης, ο Κώδικας προβλέπει ότι, «ο Γενικός Γραμματέας δύναται να εκδίδει απόφαση σχετικά με τον τρόπο προσδιορισμού της κατ' εκτίμηση φορολογητέας ύλης και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Εάν, μετά την έκδοση της πράξης αυτής, ο φορολογούμενος υποβάλλει φορολογική δήλωση, η πράξη αυτή παύει να ισχύει αυτοδικαίως».
Στη συνέχεια, ο φορολογούμενος μπορεί να αμφισβητήσει το ποσό του φόρου ή το ύψος των περιουσιακών στοιχείων που βρήκε η Εφορία, προσκομίζοντας τα αντίστοιχα δικαιολογητικά.
Ο προληπτικός φόρος
Συγχρόνως, ο Κώδικας προβλέπει ότι "η Φορολογική Διοίκηση μπορεί να εκδίδει πράξη προληπτικού προσδιορισμού φόρου μετά την έναρξη της φορολογικής περιόδου αλλά πριν την ημερομηνία υποβολής της αντίστοιχης φορολογικής δήλωσης, προκειμένου να διασφαλίσει την άμεση είσπραξη του φόρου, εφόσον υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις ότι ο φορολογούμενος σκοπεύει να εγκαταλείψει τη χώρα, θέτοντας σε κίνδυνο την είσπραξη του φόρου, ιδίως μέσω της μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων σε άλλο πρόσωπο.
Στην περίπτωση αυτή, ο φορολογούμενος δύναται να προσφύγει κατά της πράξης προληπτικού προσδιορισμού φόρου απευθείας ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου αμφισβητώντας τη συνδρομή των περιστάσεων που δικαιολογούν την έκδοση της πράξης προληπτικού προσδιορισμού φόρου.
Ο φορολογούμενος, είτε καταβάλλει εφάπαξ τη φορολογική οφειλή που ορίζεται από τον προληπτικό προσδιορισμό φόρου, είτε εξασφαλίζει την καταβολή αυτής, παρέχοντας εγγύηση ή αποδεχόμενος την εγγραφή βάρους επί της περιουσίας του υπέρ της Φορολογικής Διοίκησης για το συνολικό ποσό της φορολογικής οφειλής. Η εγγύηση και η εγγραφή βάρους διατηρούνται μέχρι την πλήρη εξόφληση της φορολογικής υποχρέωσης.
Ο προληπτικός προσδιορισμός φόρου ακολουθείται από διορθωτικό προσδιορισμό φόρου εντός ενός (1) έτους μετά την ημερομηνία έκδοσης της πράξης προληπτικού προσδιορισμού φόρου».