Καλύτερα από τις προβλέψεις εκτελείται ο κρατικός προϋπολογισμός, ωστόσο παρατηρούνται καθυστερήσεις στις εκταμιεύσεις κονδυλίων του Tαμείου ανάκαμψης, αναφέρει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή στην τριμηνιαία έκθεση του.
Η ελληνική οικονομία διατηρεί τη δυναμική της με τον ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ να διαμορφώνεται στο 2,1% σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο του 2022, παρά την επιβράδυνση σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο.
Η πορεία της οικονομίας είναι συμβατή με τις προβλέψεις που διατύπωσε το Γραφείο Προϋπολογισμού στην έκθεσή του για το πρώτο τρίμηνο του 2023. Ο πληθωρισμός αποκλιμακώνεται και διαμορφώνεται, για τον Νοέμβριο, στο 2,9%.
Αντίθετα, η οικονομία της Ευρωζώνης έχει χάσει τη δυναμική της παρουσιάζοντας σημάδια στασιμότητας.
Η εκτέλεση του Προϋπολογισμού (Π/Υ) της Γενικής Κυβέρνησης για το 2023 εξελίσσεται καλύτερα του αναμενομένου, καταγράφοντας πρωτογενές πλεόνασμα, για το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2023, ύψους 5.214 εκατ. ευρώ. Η καλύτερη εκτέλεση του Π/Υ, σε σχέση με την Εισηγητική του Π/Υ 2023, προέρχεται κυρίως από την πλευρά των φορολογικών εσόδων και είναι αποτέλεσμα της καλύτερης του προβλεπόμενου απόδοσης της οικονομίας:
α) η σταθερή παραγωγή καθαρών θέσεων εργασίας, με ταυτόχρονη μείωση της ανεργίας στο 9,6%,
β) η σημαντική αύξηση των τουριστικών εσόδων, τα οποία κατά το οκτάμηνο του τρέχοντος έτους ξεπέρασαν τα επίπεδα της αντίστοιχης περιόδου του 2019 κατά 11% περίπου,
γ) η αύξηση των μισθών και των συντάξεων, γεγονός που επηρεάζει κυρίως τα έσοδα από τους άμεσους φόρους (φόροι εισοδήματος) αλλά και από τους έμμεσους φόρους.
Επιπλέον, η εκτεταμένη χρήση χρεωστικών και πιστωτικών καρτών και η εν γένει αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, καθώς και οι πληθωριστικές πιέσεις, ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας ενεργειακής κρίσης, που επιδρούν και στη χώρα μας, συνετέλεσαν στην ενίσχυση των εσόδων.
Είναι θετικό ότι ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης, που εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 2,4% τον Νοέμβριο, αποκλιμακώνεται ταχύτερα του αναμενομένου, και δείχνει τον δρόμο, για πρώτη φορά, προς την αναστροφή της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ. Μια ενδεχόμενη μείωση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ το πρώτο εξάμηνο του 2024, εξαιτίας της έως τώρα επιβράδυνσης του ρυθμού αύξησης των τιμών και των ενδείξεων κάμψης της οικονομικής δραστηριότητας στην Ευρωζώνη, θα έχει θετικές επιπτώσεις για την ελληνική οικονομία.
Ωστόσο, μια επιδείνωση των γεωπολιτικών εντάσεων στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή, θα επηρέαζε αρνητικά την ελληνική οικονομία. Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας που δόθηκε από την Fitch Ratings τον Δεκέμβριο του 2023, σφραγίζει την καλή πορεία των βασικών μακροοικονομικών και δημοσιονομικών μεγεθών καθώς και τις προοπτικές δημοσιονομικής σταθερότητας, και έτσι το αξιόχρεο της ελληνικής κυβέρνησης γίνεται ακόμα πιο ελκυστικό σε μεγάλους θεσμικούς επενδυτές.
Πέρα από τη θετική επίπτωση στα δημόσια οικονομικά, το χαμηλότερο κόστος δανεισμού συμπαρασύρει και το κόστος έκδοσης εταιρικών ομολόγων, και συμβάλλει στη χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα. Οι ιδιωτικές, και δημόσιες, επενδύσεις σε πάγιο κεφάλαιο, ανθρώπινο δυναμικό και νέες τεχνολογίες, καθώς και η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων αποτελούν τον καθοριστικό μοχλό μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας προς ένα εξωστρεφές μοντέλο βιώσιμης και ισχυρής ανάπτυξης.
Το καθοριστικό χρηματοδοτικό εργαλείο για να μπουν οι βάσεις για τον μετασχηματισμό, είναι το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Οι καθυστερήσεις που παρουσιάζονται για το 2023 σχετικά με την εκταμίευση των πόρων πρέπει να εκλείψουν και επιβάλλεται να επιταχυνθεί η απορρόφηση, ώστε να καλυφθεί το επενδυτικό κενό της χώρας (δηλαδή το έλλειμα δαπάνης επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ) το οποίο σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat για το 2022 ανέρχεται σε 9,05% του ΑΕΠ, σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Η υλοποίηση του σχεδίου Ελλάδα 2.0 και η επίτευξη των προβλεπόμενων από τον Προϋπολογισμό του 2024 πρωτογενών πλεονασμάτων είναι αποφασιστικής σημασίας για την περαιτέρω αποκλιμάκωση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ σε ένα μακροοικονομικό περιβάλλον που δεν θα χαρακτηρίζεται πλέον από τόσο υψηλούς ρυθμούς μεταβολής του ονομαστικού ΑΕΠ που παρατηρήθηκαν τα τελευταία χρόνια.
Η συμφωνία για τη μεταρρύθμιση των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων αποτελεί μια θετική εξέλιξη, καθώς ξεκαθαρίζει το δημοσιονομικό πλαίσιο που θα ισχύει τα επόμενα χρόνια, προβλέπει υπό όρους εξαίρεση των αμυντικών δαπανών και επιτρέπει μία ηπιότερη μείωση του δημοσίου χρέους.