Διαρκώς αυξανόμενα είναι τα μερίδια του ΟΤΕ στην αγορά τηλεπικοινωνιών, και απομακρύνεται από τον ανταγωνισμό, την ίδια στιγμή που η αγορά δείχνει να επιβραδύνει τους ρυθμούς ανάπτυξης της και ο ανταγωνισμός εξασθενεί, με μείωση του αριθμού των παρόχων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΕΤΤ, το μερίδιο του ΟΤΕ παρουσιάζει μια αύξηση από 54% περίπου το 2016 σε 56% περίπου το τέλος του 2021, ενώ αντιστοίχως, το μερίδιο των εναλλακτικών παρουσίαζε μείωση κατά δύο περίπου ποσοστιαίες μονάδες κατά το ίδιο διάστημα (από 46% σε 44% περίπου).
Ειδικότερα όπως αναφέρει η ρυθμιστική αρχή στο κείμενο της δημόσιας διαβούλευσης που θα συζητηθεί μέχρι 21 Σεπτεμβρίου, στη λιανική αγορά παροχής ευρυζωνικών συνδέσεων από σταθερή θέση παρατηρείται μια διαχρονική ισχυρή παρουσία του ΟΤΕ, με υψηλά μερίδια αγοράς. Ωστόσο, όπως αναφέρεται, έχει μειωθεί ο αριθμός των παρόχων που δραστηριοποιούνται στην αγορά, καθώς από 5 εταιρείες που ήταν το 2016, πλέον υπάρχουν 3 πάροχοι, έπειτα από τις εξαγορές της Cyta από τη Vodafone και των Nova, Wind από τη United Group και τη «γέννηση» της νέας Nova.
Μάλιστα από το 2016 έως το 2021 παρατηρείται μία συνεχιζόμενη αύξηση των μεριδίων του ΟΤΕ η οποία κατά μέσο όρο κυμαίνεται στο 1,3% σε ετήσια βάση. Από την άλλη μεριά οι ανταγωνιστές του παρουσιάζουν είτε μείωση στα μερίδια αγοράς, είτε παραμένουν στα ίδια επίπεδα.
Παράλληλα το πανελλαδικό δίκτυο που διαθέτει ο ΟΤΕ, ενισχύει την παρουσία του ομίλου ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές όπου τα μερίδια αγοράς που κατέχει είναι πολύ υψηλότερα από αυτά που έχει στις μεγάλες πόλεις. Τα μερίδια του ΟΤΕ ανά νομό κυμαίνονται από 46% έως 89% και υποδηλώνουν την ισχυρή θέση στην αγορά την οποία κατέχει ο ΟΤΕ σε όλους του νομούς της χώρας. Σημειώνεται ότι μόνο σε δύο νομούς της χώρας (στους οποίους δεν συμπεριλαμβάνεται η Αττική) ο ΟΤΕ έχει μερίδιο κάτω του 50%.
Το μερίδιο του ΟΤΕ φτάνει το 57% στις ευρυζωνικές υπηρεσίες πρόσβασης πολύ υψηλών ταχυτήτων (FTTH, VDSL), ενώ ακολουθούν οι υπόλοιποι πάροχοι με ποσοστά 21%, 16%, 6% και περίπου 0,5%. Στις συνδέσεις FTTH, το μεγαλύτερο ποσοστό το έχει ο ΟΤΕ με 62%, ακολουθούμενος από τρεις παρόχους με μερίδια 18%, 11% και 9%. Οι πάροχοι Wind και Vodafone δραστηριοποιούνται και στην αγορά χονδρικής, ενώ η εταιρεία INALAN μόνο σε επίπεδο λιανικής. Υπενθυμίζουμε πάντως πως το μερίδιο αγοράς των συνδέσεων FTTH είναι μόλις στο 2% των ενεργών ευρυζωνικών συνδέσεων.
Δύσκολο να εισέλθει νέος παίκτης στη χονδρική
Είναι χαρακτηριστικό ότι τρεις από τους κυριότερους παρόχους της αγοράς (Vodafone, Wind, Nova) βασίζουν την συντριπτική πλειοψηφία των υπηρεσιών τους στις χονδρικές υπηρεσίες που παρέχει ο ΟΤΕ εξαιτίας των υποχρεώσεων που έχει στις χονδρικές αγορές τοπικής και κεντρικής πρόσβασης. Το δίκτυο πρόσβασης είναι το τμήμα του δικτύου το οποίο είναι δυσκολότερο να αναπαραχθεί καθώς απαιτείται η ύπαρξη δικτυακών υποδομών από τα σημεία συγκέντρωσης έως τα σημεία παρουσίας κάθε τελικού χρήστη.
Η ΕΕΤΤ σημειώνει πως για να ανταγωνιστεί κάποιος πάροχος τον ΟΤΕ «θα πρέπει να αναπτύξει ιδιόκτητες υποδομές πρόσβασης (κυρίως υποδομές οπτικών ινών) από τα σημεία παρουσίας του έως τις εγκαταστάσεις του κάθε τελικού χρήστη, για την περιοχή που θέλει να προσφέρει σχετικές υπηρεσίες. Αυτό συνεπάγεται την αναγκαιότητα πραγματοποίησης πολύ υψηλών επενδύσεων, κυρίως υπό την μορφή μη ανακτήσιμου κόστους, οι οποίες αυξάνονται σημαντικά όσο διευρύνεται η περιοχή κάλυψης. Αυτά τα σημαντικά μη ανακτήσιμα κόστη, όταν συνδυάζονται με οικονομίες κλίμακος και σκοπού, αυξάνουν σημαντικά τους φραγμούς εισόδου για μια επιχείρηση που εξετάζει τη δυνατότητα κατασκευής νέου εθνικού δικτύου τοπικής πρόσβασης».
Αναφέρει επίσης πως υπάρχουν ορισμένες περιοχές στη χώρα όπου οι ανταγωνιστές του ΟΤΕ αναπτύσσουν ιδιόκτητα δίκτυα βασιζόμενοι κυρίως σε δίκτυα οπτικών ινών, ωστόσο, όπως υπογραμμίζει η ρυθμιστική Αρχή, οι εν λόγω υποδομές είναι πολύ μικρής κλίμακας και δεν μπορούν να συγκριθούν με το εθνικής εμβέλειας δίκτυο πρόσβασης του ΟΤΕ, ενώ στις συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές που αναπτύσσονται τα εν λόγω δίκτυα δεν φαίνεται να ασκούν σημαντικές ανταγωνιστικές πιέσεις στον ΟΤΕ.
Επιπλέον, σύμφωνα με την ΕΕΤΤ, «ο ΟΤΕ έχει πλεονεκτήματα αναφορικά με το κόστος σε σχέση με τους νεοεισερχόμενους (ακόμη και όταν πραγματοποιούνται οι ίδιες επενδύσεις), καθώς λόγω της υφιστάμενης υποδομής και της μεγάλης πελατειακής βάσης του έχει μεγαλύτερες ευκαιρίες οικονομιών κλίμακος και σκοπού προκειμένου να αξιοποιήσει τις νέες επενδύσεις σε δίκτυα πρόσβασης επόμενης γενιάς».
Η ΕΕΤΤ θεωρεί ότι η πιθανότητα κάποιος ανταγωνιστής του ΟΤΕ να κατασκευάσει ένα νέο δίκτυο πρόσβασης το οποίο θα έχει τη δυνατότητα να υποκαταστήσει το εθνικής εμβέλειας δίκτυο του ΟΤΕ είναι πολύ μικρή έως μηδαμινή, τουλάχιστον για την επόμενη πενταετία. Σε αυτούς τους υπολογισμούς, πάντως, δεν περιλαμβάνεται η ΔΕΗ, που έχει τη δυνατότητα να αναπτύξει δίκτυο υψηλών ταχυτήτων μέσα από το ενεργειακό δίκτυο με πολύ χαμηλό επενδυτικό κόστος.