Σε πλήρη εξέλιξη βρίσκεται η στρατηγική επανατοποθέτησης στην παγκόσμια αγορά της αμερικανικής εταιρείας αθλητικών ειδών Nike, μέσω του περαιτέρω περιορισμού των συνεργατών χονδρικής και της ανάληψης του ελέγχου της εικόνας της, μέσα από κανάλια άμεσης επικοινωνίας με τον πελάτη. Ο αμερικανικός κολοσσός έχει ήδη περιορίσει τους συνεργάτες χονδρικής της κατά 50% την τελευταία τετραετία, ενισχύοντας παράλληλα το δικό του δίκτυο φυσικών καταστημάτων αλλά και τις ηλεκτρονικές του πωλήσεις, βλέποντας μάλιστα απτά αποτελέσματα στις ίδιες πωλήσεις του ομίλου (Nike Direct).
«Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η εταιρεία απομακρύνεται από την λογική των ακραίων προσφορών στα είδη της, χωρίς όμως να απορρίπτει τις συμφωνίες χονδρικής με εγκεκριμένους στρατηγικούς συνεργάτες, όπως η Intersport και η Athlete’s Foot», σημειώνει στο BD ο κ. Γ. Αλεβίζος, οικονομικός διευθυντής του ομίλου Φουρλή που αναπτύσσει τις προαναφερθείσες αλυσίδες σε χώρες της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ελληνικός όμιλος βρίσκεται ήδη από το προηγούμενο έτος σε διαδικασία ανακαίνισης του δικτύου καταστημάτων της Intersport, κίνηση που δεν σχετίζεται με τον προσανατολισμό της αμερικανικής εταιρείας, αλλά που, σύμφωνα με τον κ. Αλεβίζο, συνιστά αίτημα της ίδιας της αγοράς και των καταναλωτών. Έχει μάλιστα ήδη ολοκληρωθεί η ανακαίνιση 12 σημείων Intersport, με το σχετικό πλάνο να αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2023.
Πέραν της ανακαίνισης των χώρων των καταστημάτων, στον σχεδιασμό της Intersport περιλαμβάνεται και ο εμπλουτισμός του προϊοντικού μείγματος, με την προσθήκη κι άλλων επωνύμων brands ένδυσης, τα οποία όμως εντάσσονται στην κατηγορία performance, δηλαδή ακραιφνώς αθλητικών ενδυμάτων. Να σημειωθεί ότι η δραστηριότητα λιανικής αθλητικών ειδών του ομίλου Φουρλή είχε αυξημένες πωλήσεις κατά 31,2% το 2021 συγκριτικά με το 2022 και κέρδη προ φόρων ύψους 1,5 εκατ ευρώ. Ο όμιλος ελέγχει δίκτυο συνολικά 115 καταστημάτων Intersport σε Ελλάδα, Ρουμανία, Βουλγαρία, Κύπρο και Τουρκία και ακόμη 17 σημεία της αλυσίδας The Athlete’s Foot σε Ελλάδα και Τουρκία.
Ενισχυμένες πωλήσεις
Σε ό,τι αφορά την Nike, αξίζει να σημειωθεί ότι η στρατηγική καλύτερου ελέγχου της εικόνας της φαίνεται να αποδίδει, με τις πωλήσεις της Nike Direct να ενισχύονται κατά 17% το τρίτο τρίμηνο της τρέχουσας οικονομικής χρήσης, συνεισφέροντας το 42,2% των συνολικών εσόδων της εταιρείας, από 38,5% πέρσι.
Η άνοδος μάλιστα, οφείλεται κατά βάση στην εκτόξευση των ηλεκτρονικών πωλήσεων της εταιρείας, κατά 54% σε ετήσια βάση, την στιγμή που οι πωλήσεις χονδρικής διευρύνθηκαν μόλις κατά 1% το υπό εξέταση διάστημα. Συνολικά, ο τζίρος του αμερικανικού ομίλου ενισχύθηκε κατά 8% το τρίτο τρίμηνο του έτους, αγγίζοντας τα 10,9 δισ δολάρια, με τα 10,3 δισ να προέρχονται από το brand της Nike (+8%) και την Converse να συνεισφέρει 567 εκατ δολάρια (+2), το υπό εξέταση διάστημα, κυρίως χάριν στην τόνωση της αγοραστικής κίνησης σε Ευρώπη και Αμερική. Ο όμιλος πάντως εξακολουθεί να αντιμετωπίζει δυσκολίες σε ό,τι αφορά την εφοδιαστική του αλυσίδα, καταγράφοντας ελλείψεις συγκεκριμένων ειδών, για τα οποία η ζήτηση είναι μεγαλύτερη από την προσφορά, γεγονός που επηρέασε και την κερδοφορία του, η οποία υποχώρησε κατά 4%, σε 1,4 δισ δολάρια το τρίτο τρίμηνο της χρήσης.
Χωρίς να απορρίπτει τους στρατηγικούς συνεργάτες της, η Nike φαίνεται ότι δίνει προτεραιότητα στον πελάτη, φροντίζοντας ώστε η εμπειρία του να είναι σταθερά «προνομιακή» (premium), όπου κι αν επιλέγει να κάνει τις αγορές του -στα ομώνυμα καταστήματα, multibrand εμπορικά σημεία ή online. Συνολικά λοιπόν για το 2022, η εταιρεία στοχεύει στην περαιτέρω ενίσχυση της πιστότητας των πελατών της αλλά και την τόνωση των ψηφιακών της πωλήσεων, διατηρώντας παράλληλα την δέσμευση της για καλύτερο έλεγχο της παρουσίας της στην λιανική, σε όλες τις αγορές που όμιλος δραστηριοποιείται.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η παγκόσμια αγορά αθλητικών ειδών ανέκαμψε σε προ πανδημίας επίπεδα το 2021, καταγράφοντας ετήσια θετική μεταβολή κατά 14%, υπερδιπλάσια από το διάστημα 2015-2019, οπότε ανήλθε σε 5%. Σύμφωνα δε με πρόσφατη έκθεση της McKinsey, η αγορά αθλητικών ειδών θα αυξηθεί κατά μέσο όρο με ετήσιο ποσοστό 8%-10% μέχρι το 2025, αγγίζοντας σε αξία τα 395 δισ. ευρώ, από 295 δισ ευρώ το 2021. Μέχρι τότε εντούτοις, οι εταιρείες του κλάδου θα κληθούν να επιλύσουν σειρά θεμάτων, που άπτονται τόσο της μείωσης του περιβαλλοντικού τους αποτυπώματος, όσο και της διαχείρισης των πληθωριστικών πιέσεων και ανατιμήσεων στα μεταφορικά κόστη, προβλήματα που έχουν διαταράξει την παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα την τελευταία διετία.