Την ανάδειξη ως δυνατού χαρτιού στο «χρηματιστήριο» των ελληνικών εξαγωγών του τυποποιημένου και υψηλής ποιότητας έξτρα παρθένου ελαιολάδου επιδιώκουν να επιτύχουν όλο και περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες «επενδύουν» στις προοπτικές που μπορούν να δημιουργηθούν κυρίως εκτός συνόρων.
Μολονότι, οι εξαγωγές τυποποιημένου ελαιολάδου υστερούν σε σχέση με την χύμα διάθεση, τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής τα οποία επεξεργάστηκε ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποιήσεως Ελαιολάδου (ΣΕΒΙΤΕΛ) δείχνουν ότι πέρυσι κατεγράφη νέο «ρεκόρ» κατέγραψαν στις εξαχθείσες ποσότητες ελαιολάδου, επίδοση που σηματοδοτεί ότι η πορεία που καταγράφουν τα επώνυμα σήματα παραμένει ανοδική.
Πιο συγκεκριμένα, οι ελληνικές εξαγωγές τυποποιημένου ελαιολάδου αυξήθηκαν κατά 14,4% το 2018 σε σχέση με το 2017 και ειδικότερα από τους 40.864,5 τόνους έφτασαν τους 46.737,5 τόνους, επίδοση που ξεπερνά και το προηγούμενο ρεκόρ των 42.196,3 τόνων του 2016.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην πρώτη δεκάδα των χωρών εισαγωγής του 2018, για το ελληνικό εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο, βρίσκονται οι αγορές της Γερμανίας (9.542,5 τον.) των ΗΠΑ ( 8.440,2 τον.) της Αυστρίας (2.567,1 τον.) του Καναδά (2.260,8 τον ) της Γαλλίας (1.504,8 τον.) της Βρετανίας (1.464,1 τον.) της Αυστραλίας (1.451,2 τον) του Βελγίου ( 1.181,8 τον.) της Ρωσίας (1.039,5 τον.) και της Κύπρου 1.005,5 τον.).
Ακόμα πιο υψηλή είναι η επίδοση εάν προσμετρηθεί συνολικά η εξαχθείσα ποσότητα ελαιολάδου (χύμα και τυποποιημένου) καθώς η αύξηση αγγίζει το 45,26 %, καθώς από τους 113.131 τον. το 2017, τη περσινή χρονιά άγγιξαν τους 164.329 τόνους.
Μεταξύ των 110 περίπου χωρών που υποδέχονται κάθε χρόνο το ελληνικό ελαιόλαδο, περιλαμβάνονται και μικρές, απομακρυσμένες, λιγότερο γνωστές, ως εισαγωγικές ελαιολάδου, χώρες, μεταξύ των οποίων, η Ουγκάντα, η Μαδαγασκάρη, το Μεξικό, η Κόστα Ρίκα, ο Μαυρίκιος, η Σουαζιλάνδη κ.λπ.
Στο πλαίσιο αυτό έχει ξεκινήσει μία προσπάθεια από ορισμένες επιχειρήσεις, να δοθεί μεγαλύτερη υπεραξία στο προϊόν, ως επώνυμο τυποποιημένο και ισχυρό brand name.
Ελαιόλαδο με brand
Πέντε ενδεικτικά παραδείγματα προς αυτή την κατεύθυνση αφορούν σε πρωτοβουλίες όπως:
Speiron: άνοιξε την αγορά του premium ελληνικού ελαιόλαδου το 2007, δημιουργώντας το brand name λ/lambda, το οποίο περιλαμβάνει συσκευασίες τυποποιημένου έξτρα παρθένου ελαιολάδου από διάφορα σημεία της Ελλάδας και πωλείται ως προϊόν πολυτελείας. Το 2009 κατόρθωσε να συνάψει συνεργασία με τα βρετανικά Harrods. Έκτοτε η εταιρεία έχει συνάψει συνεργασία με την εταιρία Jones the grocer, εξάγοντας τα προϊόντα της σε Αμπού Ντάμπι, Ντουμπάι και Σιγκαπούρη. Παράλληλα, αντίστοιχες συνεργασίες έχει στη Ρουμανία και την Αμερική, ενώ διατηρεί και e-shop.
World Excellent Products: αντίστοιχη ιδέα έρχεται από την εταιρία World Excellent Products, η οποία λανσάρει την γκάμα προϊόντων ελαιολάδου Five, προχωρώντας στη σύναψη αντίστοιχων συνεργασιών με gourmet αλυσίδες εστιατορίων, καταστήματα delicatessen, το δίκτυο amazon, ξενοδοχειακές επιχειρήσεις κ.α., αναπτύσσοντας ένα δίκτυο που περιλαμβάνει πολλές περιοχές της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης, της Ρωσίας, του Καναδά και της Ασίας. Και σε αυτήν την περίπτωση το λάδι πωλείται σε συσκευασία υψηλών προδιαγραφών, ως luxury προϊόν.
Poqa Services: Περί το 2012, ξεκινά το «ταξίδι» μέσω Αγγλίας, του μεσσηνιακού ελαιόλαδου υπό την ονομασία Poqa, στις διεθνείς αγορές. Σε συνεργασία με το Συνεταιρισμό «Ελαιώνας» Γαργαλιάνων Μεσσηνίας, δημιουργείται το Poqa ως gourmet προϊόν έξτρα παρθένου ελαιόλαδου, το μπουκάλι του οποίου συνοδεύεται από συσκευασία δώρου. Παράλληλα συστήνεται η εταιρεία Coventry της Αγγλίας ενώ μέσα σε λίγο διάστημα το poqa βρίσκεται στα ράφια της γαλλικής αλυσίδας Galleries Lafayette.
Olea Groves: με μότο «το να διαλέγεις ένα έξτρα παρθένο ελαιόλαδο είναι σαν να διαλέγεις ένα κρασί υψηλής ποιότητας» η εταιρεία στοχεύει στην δημιουργία ενός προϊόντος το προϊόν το οποίο θα εκτιμηθεί και θα θεωρηθεί ένα από τα πλέον εξαίσια συστατικά της παγκόσμιας κουζίνας. Το ελαιόλαδο προέρχεται από τον νομό Αργολίδας. Η εταιρεία διαθέτει 5 διαφορετικές παραγωγές ελαιόλαδου. Ενδεικτικά η πρώτη παραγωγή της ήταν limited και διατέθηκε στις ΗΠΑ σε 4000 μπουκάλια των 500 ml, αριθμημένα με το χέρι.
Bonum Terrae: η κεντρική στρατηγική της εταιρείας είναι η απευθείας πώληση στον καταναλωτή. Η εταιρεία επιδιώκει να κατακτήσει, με αυτόν τον τρόπο, την «πίστη» των καταναλωτών σε εγχώριο επίπεδο ως προς το τυποποιημένο έξτρα παρθένο και βιολογικό ελαιόλαδο που παράγει από τον Μυλοπόταμο της Κρήτης. Σε ο,τι αφορά στις διεθνείς αγορές η luxury συσκευασία, θεωρείται όχημα στην προσέλκυση καταναλωτών με premium προσέγγιση στην διατροφή.
Κοινή συνισταμένη σε όλες αυτές τις προσπάθειες αποτελεί η ιδιωτική πρωτοβουλία, ωστόσο βασική προϋπόθεση για να καρποφορήσουν τέτοια εγχειρήματα είναι να δημιουργηθούν χρηματοδοτικά εργαλεία που να τα στηρίζουν, δεδομένου ότι η πρόσβαση σε χρηματοδότηση είναι ιδιαίτερα δύσκολη και δη για νέα «ξεκινήματα».
Σημαντικός επίσης σκόπελος είναι το γεγονός ότι οι βασικές ανταγωνίστριες χώρες, Ιταλία και Ισπανία, έχουν τοποθετηθεί εδώ και χρόνια στην παγκόσμια αγορά, γεγονός που κάνει πιο δύσκολη την ελληνική προσπάθεια. Όμως και χώρες όπως το Μαρόκο και η Τυνησία εμφανίζουν τελευταία έντονες αναπτυξιακές τάσεις, επιδιώκοντας να αυξήσουν το μερίδιό τους στην "πίτα" του επώνυμου ελαιολάδου.
Η ευκαιρία των ΗΠΑ
Σε ό,τι αφορά στην ευκαιρία που φέρεται να ανοίγεται επί αμερικανικού εδάφους, εξαιτίας της εξαίρεσης του ελληνικού ελαιόλαδου, μαζί με τις βρώσιμες ελιές, από τους δασμούς που να επιβάλει στις εισαγωγές ευρωπαϊκών προϊόντων η κυβέρνηση Τραμπ, δεν πρέπει να θεωρηθεί εύκολη υπόθεση. Και αυτό γιατί τόσο οι Ισπανοί – που πλήττονται σημαντικά από τους δασμούς, όσο και οι Ιταλοί που είναι οι δεύτεροι παίχτες στην αγορά, αναμένεται να «αντιδράσουν».
Για τους Ισπανούς, οι δασμοί πλήττουν ένα τονάζ 75.000 τόνων που αποτελεί το 25% των συνολικών εισαγωγών ελαιολάδου στην αμερικάνικη αγορά, και έσοδα περί τα 400 εκατ. ευρώ. Σε αυτό το πλαίσιο η αναζήτηση εναλλακτικής μέσω της εξαγωγής χύμα ελαιόλαδου στις ΗΠΑ, το οποίο να τυποποιούν εκεί δε φαντάζει αδύνατο σενάριο. Ενώ σε ο,τι αφορά στους Ιταλούς, οι οποίοι εξαιρέθηκαν επίσης από τους δασμούς, θεωρείται βέβαιο ότι θα επιδιώξουν να "διευρύνουν" περαιτέρω τη παρουσία του στην αμερικάνικη αγορά.
Υπό το πρίσμα αυτό, το ελληνικό ελαιόλαδο θα πρέπει να επιδείξει γρήγορα αντανακλαστικά προκειμένου να διεκδικήσει και να κερδίσει το ενδιαφέρον των Αμερικάνων καταναλωτών.