Με μια χωρίς προηγούμενο, εδώ και δεκαετίες, πλεονάζουσα ρευστότητα βρίσκεται η Εθνική Τράπεζα, ρευστότητα που ωστόσο δεν διοχετεύεται, μέσω χρηματοδοτήσεων, στην οικονομία. Μάλιστα, στο πρώτο τρίμηνο της εφετινής χρήσης η ΕΤΕ ήταν η μόνη συστημική τράπεζα που σημείωσε μείωση υπολοίπου δανείων.
Από το 2016 μέχρι σήμερα, η ΕΤΕ αυξάνει συστηματικά τα υπόλοιπα καταθέσεων, από τρίμηνο σε τρίμηνο, χωρίς ωστόσο αυτό να αποτυπώνεται και σε ανάλογη αύξηση των δανείων. Αντίθετα τα δάνεια υποχωρούν ολοένα και χαμηλότερα. Στο τέλος του 2016, η ΕΤΕ είχε υπόλοιπο δανείων 31,7 δισ. ευρώ και καταθέσεις ύψους 36,8 δισ. ευρώ, ενώ τον περασμένο Μάρτιο το υπόλοιπο δανείων συρρικνώθηκε στα 27,6 δισ. ευρώ παρά το άλμα των καταθέσεων στα 44 δισ. ευρώ.
Με άλλα λόγια, από το τέλος Δεκεμβρίου 2016 μέχρι σήμερα, σε μια περίοδο όπου η ελληνική οικονομία προσπαθεί να επιστρέψει σε τροχιά ανάκαμψης, το υπόλοιπο δανείων στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 4,1 δισ. ευρώ παρά την αύξηση των καταθέσεων κατά 7,2 δισ. ευρώ. Έτσι η διαφορά καταθέσεων από τα δάνεια, από 5,1 δισ. που ήταν το 2016 εκτοξεύτηκε στο τέλος Μαρτίου 2020 στα 14,6 δισ., ευρώ, μια πλεονάζουσα ρευστότητα που δεν έχει προηγούμενο τις τελευταίες δεκαετίες. Σημειώνεται ότι πέρα από τη θετική πορεία των καταθέσεων η ΕΚΤ έχει προσφέρει πολλά έκτακτα εργαλεία χρηματοδότησης στις τράπεζες, ακόμα και με αρνητικό επιτόκιο (δηλαδή η τράπεζα πληρώνεται για να αντλεί ρευστότητα) προκειμένου να τη διοχετεύσουν σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Η Εθνική Τράπεζα φαίνεται ότι αποτυγχάνει στον διαμεσολαβητικό της ρόλο, να μετασχηματίσει τις καταθέσεις σε δάνεια, και σε μια κρίσιμη καμπή για την χώρα αδυνατεί να ανταποκριθεί στον ιστορικό της ρόλο ως μια τράπεζα με ειδικό βάρος στο τραπεζικό σύστημα και τη χρηματοδότησης της οικονομίας. Η τράπεζα δίνει δάνεια, ωστόσο αυτά είναι μικρότερα από αυτά που αποπληρώνονται, σε μια συγκυρία που η επανεκκίνηση της οικονομίας απαιτεί επιτάχυνση των ρυθμών πιστωτικής επέκτασης.
Η επίδοση της Εθνικής στις χορηγήσεις νέων δανείων είναι η χαμηλότερη μεταξύ των τεσσάρων συστημικών ενώ ακόμα και στο ΤΕΠΙΧ ΙΙ, πρόγραμμα στο οποίο το ελληνικό δημόσιο επιδοτεί το επιτόκιο, η ΕΤΕ περιορίστηκε σε ρόλο κομπάρσου: οι χορηγήσεις δανείων στο πλαίσιο του ΤΕΠΙΧ ξεπέρασαν τα 350 εκατ. ευρώ ανα τράπεζα για Alpha, Πειραιώς και Eurobank διοχετεύοντας συνολικά δάνεια 1,13 δις. ευρώ ενώ οι εκταμιεύσεις της Εθνικής ήταν μόλις 160 εκατ. ευρώ περισσότερο από 50% χαμηλότερα από τις άλλες συστημικές τράπεζες.
Η εξέλιξη καταθέσεων - δανείων της Εθνικής Τράπεζας
(ποσά σε εκατ. ευρώ) | Καταθέσεις | Καθαρά Δάνεια | Διαφορά |
Μάρτιος 2020 | 44.000 | 27.600 | -14.600 |
Δεκέμβριος 2019 | 42.200 | 27.900 | -13.800 |
Δεκεμβριος 2018 | 41.700 | 28.200 | -10.200 |
Δεκέμβριος 2017 | 38.400 | 30.300 | -6.500 |
Δεκέμβριος 2016 | 36.800 | 31.700 | -5.100 |
Business as usual
Η αποσύνδεση της Εθνικής Τράπεζας από τον παραδοσιακό της ρόλο αποτυπώνεται ανάγλυφα με τη νέα κρίση που προκαλεί η πανδημία. Στο πρώτο τρίμηνο του 2020, μια συγκυρία σκληρής δοκιμασίας για τον επιχειρηματικό κόσμο εξαιτίας των σαρωτικών επιπτώσεων του κορονοϊού, η Εθνική Τράπεζα συνέχισε το... «business as usual» και ήταν η μόνο συστημική τράπεζα που παρουσίασε μείωση υπολοίπων δανείων: στο τέλος Μαρτίου το υπόλοιπο των δανείων της τράπεζας στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στα 27,6 δισ. ευρώ έναντι 27,9 δισ. ευρώ που ήταν στο τέλος του 2019, ενώ στο ίδιο διάσημα οι καταθέσεις της Εθνικής ενισχύθηκαν κατά 2 δισ. ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, με βάση τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τον περασμένο Μάρτιο σημειώθηκε καθαρή ροή χρηματοδότησης (νέα δάνεια μετά την αφαίρεση των αποπληρωμών παλαιότερων δανείων) προς τις επιχειρήσεις ύψους 1,86 δισ. ευρώ, έναντι θετικής καθαρής ροής 462 εκατ. ευρώ τον Φεβρουάριο καθώς πολλές επιχειρήσεις έσπευσαν να ενισχύσουν τη ρευστότητά τους λόγω της πανδημίας.
Στη δύσκολη αυτή συγκυρία η Εθνική δεν έδειξε καμία ευελιξία ή διάθεση να αναλάβει έναν πιο ενεργό ρόλο, έστω και συμβολικά, για την χρηματοδότηση της οικονομίας. Την ίδια ώρα, πολλαπλασιάζονται τα παράπονα και η κριτική του επιχειρηματικού κόσμου προς το τραπεζικό σύστημα για τις περιορισμένες πιστώσεις και τις υπερβολικές απαιτήσεις που ουσιαστικά λειτουργούν ως «κόφτης» για δανειοδοτήσεις.
Σε ρόλο κομπάρσου
Η αποχή της Εθνικής από τις δανειοδοτήσεις δεν είναι συγκυριακή, αλλά εντάσσεται στον σχεδιασμό της διοίκησης Μυλωνά που στοχεύει σε αξιοποίηση της ρευστότητας σε ομόλογα και επενδυτικά προϊόντα. Το business plan που παρουσίασε η διοίκηση της τράπεζας τον Μάιο του 2018 έθετε σε δεύτερη μοίρα τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, με τη ρευστότητα να διοχετεύεται κυρίως σε αγορές ομολόγων.
Στόχος του business plan ήταν το 2022 το σύνολο του δανειακού χαρτοφυλακίου της τράπεζας να διαμορφωθεί στα 30 δισ. ευρώ έναντι 30,1 δισ. ευρώ που ήταν στο τέλος του 2018. Δηλαδή η τράπεζα δεν προβλέπει πιστωτική επέκταση. Παράλληλα με το business plan,προέβλεπε ότι το 2022 το χαρτοφυλάκιο ομολόγων της τράπεζας θα ανέλθει στα 13,5 δισ. ευρώ ή στο 31% του ενεργητικού (από 8,8 δις ευρώ στο τέλος του 2018).
Τι φταίει
Η διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας είτε δεν πιστεύει ότι υπάρχουν αξιόχρεες επιχειρήσεις και νοικοκυριά, μετά από μια δεκαετία κρίσης που έχει προηγηθεί, ώστε να διοχετεύσει την πλεονάζουσα ρευστότητα είτε έχοντας «καεί» όπως όλο το τραπεζικό σύστημα από τα «κόκκινα» δάνεια επιλέγει την ασφάλεια των κρατικών ομολόγων.
Ωστόσο φαίνεται ότι υπάρχουν πολλές διοικητικές αρρυθμίες, καθώς τα τελευταία χρόνια έχουν αποσυρθεί πολλά βασικά στελέχη, τα οποία καλλιεργούσαν τις παραδοσιακά ισχυρές σχέσεις της τράπεζας με τον επιχειρηματικό κόσμο, χωρίς να έχει σχηματιστεί μια νέα αποτελεσματική ομάδα.
Παράλληλα έχουν υπάρξει πολλά δημοσιεύματα για πάρτι συμβούλων, για αναθέσεις πανάκριβων μελετών σε εξωτερικούς συνεργάτες, για την απονεύρωση διευθύνσεων, την αποχώρηση έμπειρων στελεχών του δικτύου και τον παραγκωνισμό άλλων, με αποτέλεσμα η τράπεζα να πελαγοδρομεί και να μην μπορεί να βρει το βηματισμό της. Μεγάλο μέρος του ανθρώπινου δυναμικού αισθάνεται αποξενωμένο από την διοίκηση και τις επιλογές της. ενώ η τράπεζα έχει αλλάξει πολλές φορές οργανόγραμμα τα τελευταία χρόνια.
Τέλος, η προσοχή του διευθύνοντος συμβούλου, Παύλου Μυλωνά, δεν φαίνεται να εστιάζει στην ανάπτυξη των τραπεζικών εργασιών. Ο κ. Μυλωνάς δίνει μεγάλο βάρος στον ψηφιακό μετασχηματισμό της τράπεζας κάτι που αποτυπώνεται και στις δημόσιες παρεμβάσεις του αφήνοντας τα υπόλοιπα σε έναν αυτόματο πιλότο που όμως δεν λειτουργεί.