Νέο «χτύπημα» αναμένεται να δεχθεί η αγορά γραφείων, ακόμα και στα «υψηλά πατώματά» της, λόγω της αρνητικής επίδρασης από την πανδημία. Ήδη, όπως αναφέρουν παράγοντες της αγοράς ακινήτων, δεκάδες πολυεθνικοί όμιλοι έχουν εγείρει αιτήματα μείωσης των ενοικίων, επικαλούμενοι την οικονομική ύφεση και την αναμενόμενη κάμψη των εσόδων τους, όχι μόνο λόγω του προσωρινού κλεισίματος της οικονομίας, αλλά και επειδή αναμένουν μειωμένους τζίρους και για τους επόμενους μήνες. Έτσι, τα επιτελεία των θεσμικών επενδυτών ακινήτων προετοιμάζονται για «δύσκολους» μήνες για το υπόλοιπο του 2020.
Μάλιστα, όπως τονίζουν ορισμένα στελέχη του κλάδου, ζήτημα θα τεθεί για επενδυτές, οι οποίοι είχαν αποκτήσει ακίνητα όπως κτίρια γραφείων, υπολογίζοντας ότι θα μπορέσουν να υπογράψουν νέα και ακριβότερα συμβόλαια μίσθωσης, μόλις αυτά λήξουν. Την τελευταία διετία, μέρος του στοκ των κτιρίων γραφείων που αποκτήθηκε από θεσμικά χαρτοφυλάκια, είτε δεν ήταν πλήρως μισθωμένο, είτε περιλάμβανε και μισθωτές, των οποίων οι συμφωνίες είχαν υπογραφεί τα χρόνια της κρίσης κι επομένως είχαν χαμηλό μίσθωμα.
Έτσι, οι επενδυτές είχαν προσφέρει υψηλότερο του αναμενόμενου τίμημα για την αγορά των γραφείων αυτών, με την προσδοκία ότι σε 1-2 χρόνια, όταν τα παραπάνω συμβόλαια λήξουν, θα μπορέσουν να τα ανανεώσουν με υψηλότερο ενοίκιο, ή να προσελκύσουν νέους χρήστες, επίσης με υψηλότερο ενοίκιο. Πλέον, η στρατηγική αυτή δύσκολα θα μπορέσει να εφαρμοστεί, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το επιχειρηματικό πλάνο ορισμένων funds τα επόμενα χρόνια, π.χ. και σε επίπεδο νέων αγοραπωλησιών.
Ένας ακόμα κίνδυνος είναι η τυχόν αναπροσαρμογή της στρατηγικής και των σχεδίων ανάπτυξης των ίδιων των χρηστών. Για παράδειγμα, τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, πολλές εταιρείες είτε μετακινήθηκαν σε μικρότερα και φθηνότερα κτίρια γραφείων, είτε μείωσαν σημαντικά τους χώρους που μίσθωναν στα υφιστάμενα κτίρια που φιλοξενούνταν. Σε περίπτωση, που η οικονομική ύφεση αποδειχθεί πιο βαθιά από το αναμενόμενο, είναι πιθανό να υπάρξει νέο κύμα απολύσεων από σειρά εταιρειών και συνεπώς να μειωθούν και οι απαιτούμενοι χώροι για την στέγασή τους, αυξάνοντας σημαντικά και την διαθεσιμότητα κτιρίων γραφείων.
Το 8,6% των γραφείων ήταν κενά στο τέλος του 2019
Επί του παρόντος, όπως προκύπτει από σχετική έκθεση της Proprius, εταιρείας παροχής υπηρεσιών ακινήτων, στο τέλος του 2019, το απόθεμα κτιρίων γραφείων στο λεκανοπέδιο της Αττικής ανερχόταν σε 5,09 εκατ. τ.μ., ενώ διαθέσιμα προς ενοικίαση (δηλαδή κενά) ήταν 437.000 τ.μ. γραφείων, ή το 8,6% του συνόλου.
Ωστόσο, ένα σημαντικό μέρος των παραπάνω γραφειακών χώρων αφορά ακίνητα χαμηλών ποιοτικών προδιαγραφών σε δευτερεύουσες περιοχές, για τα οποία ούτως ή άλλως, ακόμα και στο μέχρι πρότινος βελτιωμένο επιχειρηματικό περιβάλλον, η ζήτηση ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη. Στον αντίποδα, στην βορειοανατολική ζώνη της Αττικής, όπου εντοπίζεται μεγάλο μέρος της ζήτησης (π.χ. Λ. Κηφισίας, Αττική Οδός και Λ. Μεσογείων), το απόθεμα αγγίζει τα 1,85 εκατ. τ.μ., αλλά η διαθεσιμότητα κενών γραφείων είναι μόλις 125.000 τ.μ., ή 6,76%.
Σύμφωνα με τους αναλυτές της εταιρείας, κατά το 2019 η απορρόφηση γραφείων αυξήθηκε κατά 10% σε σχέση με το 2018, αγγίζοντας τα 74.000 τ.μ. Μεταξύ των σημαντικών μισθώσεων κατά την διάρκεια του τέταρτου τριμήνου, περιλαμβάνεται εκείνη της Wind στο συγκρότημα των ΣΕΑ στην Αττική Οδό, στο ύψος της Παλλήνης, με την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας να μισθώνει 4.200 τ.μ. Επίσης, η αμερικανική εταιρεία τηλεφωνικής εξυπηρέτησης Sitel, συμφώνησε να μισθώσει 6.500 τ.μ. γραφείων στο κτίριο του ομίλου Χαραγκιώνη στη συμβολή των οδών Ιουλιανού και Γ’ Σεπτεμβρίου, όπου φιλοξενείται επίσης το Μουσείο Αυτοκινήτου.