Στα εγχώρια επενδυτικά κεφάλαια και στην περίπτωση της Ελλάδας, στις ΑΕΕΑΠ, τις εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία, θα πρέπει να στηριχθεί, τουλάχιστον για το προσεχές διάστημα, η δραστηριότητα των συναλλαγών ακινήτων εισοδήματος, δηλαδή κτιρίων γραφείων, καταστημάτων, ξενοδοχειακών ακινήτων και logistics.
Πρόκειται για μια εξέλιξη, η οποία θα έχει αντίκτυπο καταρχάς στις τράπεζες, οι οποίες είχαν εντατικοποιήσει τις προσπάθειες αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας τους, κυρίως δηλαδή της μείωσης του μεριδίου των ακινήτων στους ισολογισμούς τους. Επίσης, θα υπάρξει και αντίκτυπος στους διαχειριστές των χαρτοφυλακίων «κόκκινων δανείων», που αποκτήθηκαν από τα ξένα funds την τελευταία διετία και είχαν αρχίσει να διοχετεύουν ακίνητα στην εγχώρια αγορά.
Σύμφωνα με ανάλυση της BNP Paribas Real Estate για τις επιπτώσεις της πανδημίας στην παγκόσμια αγορά ακινήτων, εκτιμάται ότι τουλάχιστον για τους επόμενους έξι μήνες, δηλαδή κατά το δεύτερο και το τρίτο τρίμηνο, η επενδυτική δραστηριότητα θα εισέλθει σε «χειμερία νάρκη». Η επιβράδυνση των συναλλαγών και των μεγάλων επενδύσεων θα είναι περισσότερο εμφανής σε περιπτώσεις διασυνοριακών κινήσεων, δηλαδή εξαγορών ακινήτων ή χαρτοφυλακίων από θεσμικούς επενδυτές που προέρχονται από άλλη χώρα, σε σχέση με εκείνη στην οποία πραγματοποιείται η συναλλαγή. Οι αναλυτές της BNP Paribas Real Estate αφήνουν ένα «παράθυρο» να επανεκκινήσει η δραστηριότητα των αγοραπωλησιών από θεσμικούς επενδυτές κατά το τέταρτο τρίμηνο, χωρίς όμως να αρκεί για να αντιστρέψει την εικόνα.
Έτσι, οι αγοραπωλησίες επενδυτικών ακινήτων εκτιμάται ότι θα υποχωρήσουν δραματικά κατά το 2020, ιδίως στις αγορές της Ευρώπης. Σύμφωνα με την έκθεση, από την μία πλευρά οι πωλητές κρατούν τα ακίνητα στην κατοχή τους (δηλαδή δεν τα διαθέτουν προς πώληση) με την ελπίδα ότι οι συνθήκες θα βελτιωθούν σύντομα, ενώ από την άλλη πλευρά, οι αγοραστές σπεύδουν να αναστείλουν επενδύσεις ή ακόμα και να τις ακυρώσουν. Ο λόγος για συναλλαγές που είχαν «τρέξει» τις εβδομάδες που προηγήθηκαν του Μαρτίου και που στη συνέχεια κατέστη ανέφικτο να ολοκληρωθούν, λόγω της «καραντίνας» που έχει επιβληθεί σε πλειάδα χωρών.
Μια τέτοια περίπτωση στην Ελλάδα, αφορά την πώληση των δύο ακινήτων του βρετανικού επενδυτικού fund Pradera, που είχε δρομολογήσει την πώληση του Village Park στον Άγ. Ιωάννη Ρέντη και το Florida 1 Retail Park στην Πυλαία της Θεσσαλονίκης. Στην πρώτη περίπτωση, επικρατέστερος αγοραστής φαίνεται να είναι η επενδυτική εταιρεία Bluehouse, η οποία στην Ελλάδα ελέγχει το 50% του MacArthur Glen Athens και το εκπτωτικό μπορικό κέντρο Fashion City Outlet στην Λάρισα. Για το Florida 1 Retail Park έχουν υποβληθεί προσφορές από την ΑΕΕΑΠ του ομίλου Φουρλή, την Trade Estates, αλλά και από την Grivalia Management για λογαριασμό της Eurobank, με τις πληροφορίες από την αγορά να κάνουν λόγο για προβάδισμα της πρώτης.
Πρόκειται για μια συμφωνία της τάξεως των 65-70 εκατ. ευρώ για τα εν λόγω ακίνητα, η οποία είχε εισέλθει στο τελικό στάδιο της αξιολόγησης και της προετοιμασίας από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη και «πάγωσε», λόγω των εξελίξεων. Πάντως, σύμφωνα με ανθρώπους που βρίσκονται κοντά στις σχετικές συζητήσεις, δεν τίθεται ζήτημα ακύρωσης της αγοραπωλησίας. Θα απαιτηθεί όμως περισσότερος χρόνος για να ολοκληρωθεί.
Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με την BNP Paribas Real Estate, το επικρατέστερο σενάριο, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, είναι οι όποιες συναλλαγές προχωρήσουν το 2020, να έχουν ως κινητήριο μοχλό τους, το αγοραστικό ενδιαφέρον από εγχώριες εταιρείες ακινήτων και funds, παρά ξένους επενδυτικούς ομίλους, οι οποίοι θα πρέπει να αναθεωρήσουν και να επανεξετάσουν την επενδυτική τους στρατηγική και τις χώρες, στις οποίες θα δώσουν προτεραιότητα για την τοποθέτηση κεφαλαίων.
Το σίγουρο πάντως είναι ότι η συσσωρευμένη ρευστότητα για αγορές ακινήτων διεθνώς βρίσκεται κοντά σε ιστορικά υψηλό επίπεδο. Το 2019 στην ευρωπαϊκή αγορά ακινήτων τοποθετήθηκαν συνολικά 281 δισ. ευρώ. Εξ αυτών, το 50% ή 141 δισ. ευρώ αφορούσε αγορές από ξένους επενδυτές. Επιπλέον, οι επενδυτές ακινήτων άντλησαν επιπλέον κεφάλαια 136 δισ. ευρώ πέρσι, τα οποία θα διοχετευτούν σταδιακά στην απόκτηση νέων περιουσιακών στοιχείων, επιτρέποντας μια σχετική αισιοδοξία για το μέλλον.