Διολίσθηση της τουρκικής λίρας σε νέο ιστορικό χαμηλό έναντι ευρώ και δολαρίου, φυγή κεφαλαίων και διατήρηση της οικονομίας σε έναν κύκλο πτώσης με άγνωστη κατάληξη αναμένουν οι αναλυτές, εάν ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, παραμείνει στη θέση του προέδρου της Τουρκίας, μετά τον δεύτερο γύρο των εκλογών.
Ο Ερντογάν κατόρθωσε να διαψεύσει όλες τις δημοσκοπήσεις και βρέθηκε μία ανάσα, κατακτώντας το 49,5% των ψήφων, από το να πετύχει την επανεκλογή του στις 14 Μαΐου, γεγονός που έδειξε ότι διατηρεί την επιρροή του στους ψηφοφόρους, ενώ ο επικεφαλής των κομμάτων της αντιπολίτευσης, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου δεν έπεισε τους Τούρκους.
Οι επενδυτές εξετάζουν το ενδεχόμενο αλλαγών στο αντισυμβατικό οικονομικό του μοντέλο, το οποίο βασίζεται σε μειώσεις επιτοκίων για την τόνωση της ανάπτυξης, ακόμη και όταν ο πληθωρισμός αυξάνεται, παράλληλα με παρεμβάσεις για τη σταθεροποίηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Η κυβέρνηση της Τουρκίας παρεμβαίνει σε μεγάλο βαθμό για να στηρίξει τη λίρα, με αποτέλεσμα τα καθαρά συναλλαγματικά αποθέματα της Τουρκίας, δηλαδή χωρίς να υπολογίζονται τα ποσά που έχουν εισφέρει οι εμπορικές τράπεζες με swaps, να πέσουν κάτω από το μηδέν για πρώτη φορά μετά από 21 χρόνια, δηλαδή μετά την εποχή που η Άγκυρα είχε αναγκαστεί να προσφύγει στο ΔΝΤ.
«Υπάρχει περιορισμένο περιθώριο για αυτά τα μέτρα για τη στήριξη της λίρας και των πιστώσεων χωρίς μια ορθόδοξη αλλαγή πολιτικής», εκτιμά ο Πατρίκ Κουράν, οικονομολόγος της Tellimer και σημειώνει ότι «χωρίς απότομες αυξήσεις επιτοκίων και υποτίμηση της λίρας για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και τη συγκράτηση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών ο χάρτινος πύργος τελικά θα καταρρεύσει».
Για τον Κάαν Ναζλί, διαχειριστή κεφαλαίων στη Neuberger Berman, η Τουρκία έχει πιθανότατα «κάποιο, αλλά όχι μεγάλο, περιθώριο να συνεχίσει τις παρεμβάσεις», καθώς τα αποθεματικά μειώνονται. Συμπεριλαμβανομένων των γραμμών ανταλλαγής συναλλάγματος (swap) με ξένους δανειστές και άλλες κεντρικές τράπεζες, εκτιμά ότι η χώρα θα μπορούσε να έχει πρόσβαση σε 23 έως 25 δισεκατομμύρια δολάρια επιπλέον σε ρευστό που μπορεί να δαπανηθεί για στήριξη του νομίσματος.
Αυτό δεν είναι πολλά σε σύγκριση με τα 177 δισ. δολάρια που δαπάνησαν οι αρχές στις αγορές συναλλάγματος για να στηρίξουν τη λίρα σε διάστημα 16 μηνών, σύμφωνα με εκτίμηση του Bloomberg Economics. Μάλιστα, οι οικονομολόγοι δεν διστάζουν να εκτιμήσουν ότι το δολάριο μπορεί να φθάσει έως και τις 29 λίρες, από περίπου 20 που είναι αυτή τη στιγμή έως το δ’ τρίμηνο του έτους, δηλαδή να σημειώσει μια περαιτέρω πτώση κατά 45%.
Πρόκειται για πολύ πιο απαισιόδοξη εκτίμηση σε σύγκριση με αυτές που είχαν καταγραφεί πριν από τον πρώτο γύρο των εκλογών, όπου υπήρχε η πιθανότητα να χάσει ο Ερντογάν. Ο δείκτης Borsa Istanbul 100 αυξήθηκε περίπου 9% την εβδομάδα που προηγήθηκε της ψηφοφορίας. Στις δύο εβδομάδες που ακολούθησαν, ο δείκτης έχει υποχωρήσει σχεδόν κατά το ίδιο ποσοστό. Οι τουρκικές τράπεζες είναι αυτές που έχουν πληγεί περισσότερο, με πτώση 23%, σβήνοντας πλήρως τα κέρδη που είχαν στις αρχές του Μαΐου.
Ανάλογα δυσάρεστο είναι το κλίμα και στην αγορά ομολόγων, καθώς η πρόσθετη απόδοση που ζητούν οι επενδυτές για να κρατήσουν τα κρατικά ομόλογα της Τουρκίας σε δολάρια σε σχέση με τα συγκρίσιμα αμερικανικά κρατικά ομόλογα έχει αυξηθεί κατά 1,85 ποσοστιαίες μονάδες τις τελευταίες δύο εβδομάδες, σύμφωνα με στοιχεία της JPMorgan Chase. Το εν λόγω ασφάλιστρο κινδύνου έφθασε τις 6,33 ποσοστιαίες μονάδες νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, το υψηλότερο από τον Σεπτέμβριο και πολύ πάνω από τον μέσο όρο των αναδυόμενων αγορών των 4,75 ποσοστιαίων μονάδων.
Εν μέσω της αύξησης των αποδόσεων, η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας ζήτησε από ορισμένες τοπικές τράπεζες να παρέμβουν και να αγοράσουν τα ομόλογα αυτή την εβδομάδα -μια κίνηση που έδωσε μια μικρή ώθηση στους τίτλους.
O μεγαλύτερος διαχειριστής κεφαλαίων του Ηνωμένου Βασιλείου, η Legal & General Investment Management (LGIM), έχει γίνει ουδέτερος όσον αφορά το τουρκικό χρέος. «Η προσδοκία είναι ότι ο Ερντογάν θα κερδίσει, οπότε νομίζω ότι αυτό έχει τιμολογηθεί στην αγορά», σημειώνει ο Οντάι Παντάικ, επικεφαλής του τμήματος σταθερού εισοδήματος αναδυόμενων αγορών της εταιρείας. Όπως εκτιμά, «το ερώτημα είναι αν θα υπάρξει κάποια αλλαγή στην ανορθόδοξη νομισματική του πολιτική» και συστήνει στους επενδυτές να περιμένουν μέχρι να δουν εάν αυτό τελικά συμβεί και να αποφύγουν να τοποθετηθούν στην αγορά της Τουρκίας.