Την ανάγκη η Κίνα να σταματήσει την πολιτική του «μηδενικού COVID» τόνισε σε συνέντευξή της στο Associated Press, η Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Όπως υπογράμμισε το Πεκίνο οφείλει να χαλαρώσει τα μέτρα περιορισμού, καθώς αυτά έχουν τεράστιο αρνητικό αντίκτυπο τόσο στους πολίτες όσο και στο σύνολο της οικονομίας.
Παράλληλα εκτίμησε ότι είναι πολύ νωρίς ώστε η Fed να προχωρήσει σε «παύση» των αυξήσεων επιτοκίων, ενώ εξέφρασε την ικανοποίησή της για την προσπάθεια της ΕΕ να επιταχύνει την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Χαρακτήρισε επίσης την αυξανόμενη πείνα στις αναπτυσσόμενες χώρες «το σημαντικότερο πρόβλημα του κόσμου που μπορεί να επιλυθεί».
Αναφερόμενη στην Κίνα και στη σκληρή πολιτική κατά του κορονοϊού, με ξέσπασμα σειράς διαδηλώσεων κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών, τόνισε ότι .«βλέπουμε τη σημασία του να απομακρυνθούμε από τα μαζικά lockdown να είμαστε πολύ στοχευμένοι στους περιορισμούς. Έτσι, αυτή η στόχευση επιτρέπει τον περιορισμό της εξάπλωσης του COVID χωρίς σημαντικό οικονομικό κόστος». Προέτρεψε την Κίνα να εξετάσει τις πολιτικές εμβολιασμού και να επικεντρωθεί στον εμβολιασμό των «πιο ευάλωτων ατόμων». Το χαμηλό ποσοστό εμβολιασμών μεταξύ των ηλικιωμένων είναι ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο το Πεκίνο έχει καταφύγει σε αποκλεισμούς, ενώ η εμφάνιση πιο μεταδοτικών παραλλαγών έχει αυξήσει την πίεση στην προσπάθεια αποτροπής κάθε εξάπλωσης.
Τα lockdown έχουν επιβραδύνει τα πάντα, από τα ταξίδια μέχρι την κίνηση στο λιανικό εμπόριο και τις πωλήσεις αυτοκινήτων στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου. Η κα Γεοργκίεβα προέτρεψε το Πεκίνο «να προσαρμόσει τη συνολική προσέγγιση για το πώς η Κίνα αξιολογεί τη λειτουργία της αλυσίδας εφοδιασμού με γνώμονα τις δευτερογενείς επιπτώσεις που έχει στον υπόλοιπο κόσμο». Το ΔΝΤ, ανέμενε ότι η κινεζική οικονομία θα αναπτυχθεί μόνο κατά 3,2% φέτος, κάτω από τον παγκόσμιο μέσο όρο για το έτος, γεγονός σπάνιο.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα έχει λάβει μέτρα προς την κατεύθυνση που συνιστά η κα Γκεοργκίεβα, μεταβαίνοντας στην απομόνωση κτιρίων ή γειτονιών με μολύνσεις αντί για ολόκληρες πόλεις και προχώρησε σε άλλες αλλαγές που, όπως λέει, αποσκοπούν στη μείωση του ανθρώπινου και οικονομικού κόστους. Όμως, η έξαρση των λοιμώξεων από τον Οκτώβριο ώθησε τις τοπικές αρχές που αντιμετωπίζουν πίεση από τα πάνω να επιβάλουν καραντίνες και άλλους περιορισμούς που οι κάτοικοι λένε ότι είναι υπερβολικά ακραίοι.
Ενώ η πολιτική της Κίνας έχει παγκόσμιες επιπτώσεις, η επικεφαλής του ΔΝΤ δήλωσε ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετωπίζει η παγκόσμια οικονομία είναι ο υψηλός πληθωρισμός που απαιτεί από τις κεντρικές τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια, καθιστώντας την πίστωση πιο ακριβή για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις. Σε συνδυασμό με αυτό είναι η ανάγκη των κυβερνήσεων να φροντίσουν τους πιο ευάλωτους ανθρώπους χωρίς να υπονομεύουν τις προσπάθειες των κεντρικών τραπεζών με υπερβολικές δαπάνες.
«Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής βρίσκονται αντιμέτωποι με την πολύ δύσκολη περίοδο του επόμενου έτους. Πρέπει να είναι πειθαρχημένοι στη μάχη κατά του πληθωρισμού. Γιατί; Επειδή ο πληθωρισμός υπονομεύει τα θεμέλια της ανάπτυξης και πλήττει περισσότερο τους φτωχούς ανθρώπους», τόνισε.
Ερωτηθείσα εάν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ θα πρέπει να διακόψει τις αυξήσεις των επιτοκίων που ενισχύουν το δολάριο και ασκούν πίεση στις φτωχότερες χώρες, σημείωσε ότι «η Fed δεν έχει άλλη επιλογή από το να παραμείνει στην πορεία αύξησης των επιτοκίων μέχρι να υπάρξει αξιόπιστη μείωση του πληθωρισμού. Το οφείλουν στην αμερικανική οικονομία, το οφείλουν στην παγκόσμια οικονομία, διότι αυτό που συμβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες, εάν ο πληθωρισμός δεν τεθεί υπό έλεγχο, μπορεί να έχει επίσης δευτερογενείς επιπτώσεις για τον υπόλοιπο κόσμο». Τα στοιχεία για τον πληθωρισμό εξακολουθούν να είναι πολύ υψηλά στις ΗΠΑ και την Ευρώπη και «τα στοιχεία σε αυτό το σημείο λένε: είναι πολύ νωρίς για να κάνουμε ένα βήμα πίσω», ξεκαθάρισε.
Προειδοποίησε ότι οι διεθνείς εντάσεις μεταξύ της Κίνας και της Δύσης και μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης απειλούν να περιορίσουν το εμπόριο και την ευεργετική επίδρασή του στην οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία. Πρόσθεσε ότι ενώ υπάρχουν ανησυχίες για τις αλυσίδες εφοδιασμού που διαταράσσονται από την πανδημία, «πρέπει να εργαστούμε σκληρότερα για να βρούμε έναν τρόπο να αντιμετωπίσουμε αυτά τα προστατευτικά ένστικτα», ενώ πρέπει να είμαστε ειλικρινείς σχετικά με τις ανησυχίες για τον εφοδιασμό.
Δήλωσε, ακόμη, ότι ο κόσμος έβλεπε ήδη σημάδια αυξημένης πείνας πριν η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία διακόψει τον εφοδιασμό σιτηρών στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Περισσότερες επενδύσεις στην ανθεκτική γεωργία και στήριξη των μικρών αγροτών, καθώς και προσπάθειες για τη μείωση της σπατάλης τροφίμων θα αποτελούσαν μέρος της λύσης, είπε.
«Πρέπει να παραδεχτούμε στις πλουσιότερες κοινωνίες, στις πλουσιότερες οικογένειες, ότι σπαταλάμε τρόφιμα σε καθημερινή βάση, ακόμη και σε ποσότητες που επαρκούν για να θρέψουν τον υπόλοιπο κόσμο», σημείωσε και προσέθεσε ότι «κοιτάξτε, η πείνα είναι το σημαντικότερο πρόβλημα στον κόσμο που μπορεί να επιλυθεί. Είναι επιλύσιμο. Και όμως, όχι μόνο δεν το έχουμε λύσει, αλλά τα τελευταία χρόνια η πείνα αυξάνεται και αυξάνεται».
Ο κόσμος χρειάζεται «μια εστίαση στην επισιτιστική ασφάλεια με έναν ολοκληρωμένο τρόπο που θα μειώνει τη σπατάλη, θα αυξάνει την παραγωγικότητα και, το σημαντικότερο, θα εστιάζει περισσότερη προσοχή στη γεωργία μικρής κλίμακας, όπου ένα μεγάλο μέρος των μέσων διαβίωσης των ανθρώπων, ειδικά σε αναπτυσσόμενες χώρες όπως αυτή, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεγάλο βαθμό στο να τελειώσει επιτέλους αυτό το επιλύσιμο πρόβλημα», προσέθεσε.
Ο πόλεμος της Ρωσίας δημιούργησε επίσης μια ενεργειακή κρίση, αφού η Μόσχα διέκοψε τις περισσότερες προμήθειες φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, καθώς οι δυτικοί σύμμαχοι στήριξαν την εμπόλεμη Ουκρανία. Οι προκύπτουσες υψηλές τιμές ενέργειας δημιούργησαν μια ευκαιρία για «επιτάχυνση της μετάβασης σε ενεργειακές προμήθειες χαμηλών εκπομπών άνθρακα» μέσω κινήτρων για πράσινες επενδύσεις.