Ο Χούγκο Μογιάνο δεν θέτει εκ νέου υποψηφιότητα για την προεδρία της «Ιντεπεντιέντε». Για την Αργεντινή είναι μία συγκλονιστική είδηση. Η «Ιντεπεντιέντε» είναι μία από τις πιο δημοφιλείς ποδοσφαιρικές ομάδες της χώρας, με επτά τίτλους του Copa Libertadores, της πιο σημαντικής διασυλλογικής διοργάνωσης στη Λατινική Αμερική, αντίστοιχης με το Champions League στην Ευρώπη. Όσο για τον Μογιάνο, θεωρείται πρότυπο Αργεντίνου μεγαλοπαράγοντα, με πλούσια δράση, όχι μόνο στον χώρο του ποδοσφαίρου, αλλά και των συνδικάτων, όπως και των κομματικών ανταγωνισμών. Γιατί στην Αργεντινή όλα αυτά συνδέονται.
Πολλοί κάνουν λόγο για διαπλοκή ανάμεσα στο ποδόσφαιρο, την πολιτική, τα μέσα ενημέρωσης και τον λαμπερό κόσμο του θεάματος. Το σίγουρο είναι ότι στην Αργεντινή το ποδόσφαιρο δεν είναι απλώς μία αθλητική δραστηριότητα και αυτό έχει ιστορικούς λόγους, επισημαίνει στην Deutsche Welle, ο Εζεκιίλ Φερνάντεζ Μόορες, συγγραφέας και σχολιαστής της εφημερίδας La Nacion. «Αν ανατρέξουμε στην ιστορία της Αργεντινής, θα δούμε ότι κάθε τόσο γινόταν πραξικόπημα, ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος», αναφέρει ο Μόορες. «Κι έτσι, η μοναδική δυνατότητα για να ψηφίζει ο κόσμος ήταν η συμμετοχή του σε έναν ποδοσφαιρικό σύλλογο, όπου ψήφιζε για τις υποθέσεις του συλλόγου. Για κάποιους πολιτικούς, αυτό τους έδινε μία ευκαιρία να αναζητήσουν λαϊκά ερείσματα μέσω της προεδρίας σε έναν ποδοσφαιρικό σύλλογο».
«Το μεγαλύτερο πάθος» των Αργεντίνων
Δεν είναι μόνο ο συνδικαλιστής Χούγκο Μογιάνο. Πολλοί επώνυμοι και ισχυροί της χώρας πέρασαν από το «τιμόνι» μεγάλων συλλόγων, όπως ο επιχειρηματίας και πρώην πρόεδρος της Αργεντινής Μαουρίτσιο Μάκρι στη Μπόκα Τζούνιορς ή ο δημοφιλής τηλεπαρουσιαστής Μαρτσέλο Τινέλι, που ανέλαβε τα ηνία της Σαν Λορέντσο ντε Αλμάγκρο. Όπως εξηγεί ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Αλεχάντρο Φάμπρι «πριν από 100 χρόνια ήταν μεγάλη τιμή να διευθύνεις έναν σύλλογο και αυτό ουσιαστικά δεν έχει αλλάξει. Το ποδόσφαιρο είναι το μεγαλύτερο πάθος των Αργεντίνων. Εξάλλου οι περισσότερες ομάδες ιδρύθηκαν ανάμεσα στο 1890 και το 1920. Έχουν λοιπόν ένα ειδικό βάρος, αν αναλογιστούμε ότι ολόκληρη η χώρα έχει ιστορία περίπου 200 ετών».
Η πιο σκοτεινή ώρα της διαπλοκής ανάμεσα στο ποδόσφαιρο και στην πολιτική σήμανε το 1978, όταν η χούντα του στρατηγού Βιντέλα έφερε στην Αργεντινή το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου, για να αποσπάσει την προσοχή από την καταστολή και τα βασανιστήρια στο εσωτερικό της χώρας. Η Αργεντινή των Κέμπες, Αρντίλες, Πασαρέλα κατέκτησε το τρόπαιο, αλλά η σκιά για το «Μουντιάλ της ντροπής» παρέμεινε για πάντα. Η χούντα αποτελεί παρελθόν, αλλά όπως λέει ο Εζεκιίλ Φερνάντεζ Μόρες, υπάρχουν και σήμερα πολιτικοί που «έρχονται στα γήπεδα για να κερδίσουν συμπάθειες για τα πολιτικά τους σχέδια» και χρησιμοποιούν το ποδόσφαιρο ως προεκλογική αρένα.
Η μάστιγα των Barras Bravas
Πολλοί διερωτώνται, μήπως στην πολιτική επιρροή οφείλεται και το εντεινόμενο κύμα βίας που μαστίζει τα τελευταία χρόνια τα γήπεδα της χώρας. Στις ταραχές πρωτοστατούν οι αποκαλούμενοι «Barras Bravas». Πρόκειται για οργανωμένες ομάδες οπαδών που συμπεριφέρονται σαν συμμορίες, έχουν απευθείας επαφές με την πολιτική εξουσία και κυριαρχούν σε ένα μεγάλο κομμάτι του ποδοσφαίρου. Πολλές φορές ελέγχουν τις πωλήσεις εισιτηρίων ή εισπράττουν μερίδιο από τις πωλήσεις εντός του γηπέδου.
«Η διαπλοκή ανάμεσα στο ποδόσφαιρο, την πολιτική, τα μέσα ενημέρωσης και το σύνολο της κοινωνίας είναι τόσο έντονη που είναι αδύνατον να αλλάξει κανείς αυτή την κατάσταση», λέει ο Αλεχάντρο Φάμπρι. «Κάποτε είχαν έρθει ειδικοί από την Αγγλία, από τη Σκότλαντ Γιαρντ για να εξετάσουν την κατάσταση από κοντά και να προτείνουν λύσεις. Αλλά έφυγαν άπρακτοι, λέγοντας ότι είναι αδύνατον να αλλάξει όλο αυτό το σύστημα...».