Σε διπλωματική ήττα για τον Τούρκο πρόεδρο Ερντογάν κατέληξαν οι εργασίες της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ, καθώς δεν συζητήθηκε το βασικό του αίτημα, για αναγνώριση της κουρδικής πολιτοφυλακής στην Συρία (YPG) ως τρομοκρατικής οργάνωσης, ενώ η Τουρκία υποχρεώθηκε, τελικά, να αποσύρει την απειλή της να προβάλλει βέτο στα σχέδια αμυντικής ενίσχυσης των κρατών της Βαλτικής και της Πολωνίας έναντι της Ρωσίας.
Όπως ανακοίνωσε ο γενικός γραμματέας του NATO, Γιενς Στόλτενμπεργκ, η Τουρκία εγκατέλειψε τις αντιρρήσεις στα σχέδια για τις Βαλτικές και την Πολωνία, ενώ οι ηγέτες δεν συζήτησαν το αίτημά της να αναγνωρισθεί ως τρομοκρατική οργάνωση το YPG.
Στη συνάντηση που είχε χθες ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν με τον Γάλλο πρόεδρο Μακρόν, ο κ. Μακρόν είχε εμφατικά τονίσει ότι δεν μπορεί να αναγνωρισθεί ως τρομοκρατική οργάνωση το YPG, λέγοντας μάλιστα ότι Γαλλία και Τουρκία έχουν διαφορετικούς ορισμούς της έννοιας «τρομοκρατία». Πρόοδο στο αίτημά του για την κουρδική πολιτοφυλακή δεν φαίνεται ότι κατάφερε να σημειώσει ο Ερντογάν ούτε στη συνάντηση με τον Ντόναλντ Τραμπ, παρότι ο Αμερικανός πρόεδρος είχε δώσει την άδειά του για την εισβολή της Τουρκίας στην Συρία.
Μετά την έγκριση της αμυντικής ενίσχυσης των Βαλτικών και της Πολωνίας έναντι της ρωσικής επιθετικότητας, ο Στόλτενμπεργκ δήλωσε ότι το NATO εξακολουθεί να ευνοεί το διάλογο με την Ρωσία για τη βελτίωση των σχέσεων, ενώ για την Κίνα είπε ότι πρέπει να συμμετάσχει στους επόμενους γύρους συνομιλιών για τον έλεγχο των εξοπλισμών.
Οι ηγέτες της Συμμαχίας, μετά και τις δηλώσεις Μακρόν περί «κλινικού θανάτου» του NATO, συμφώνησαν να δημιουργηθεί επιτροπή ειδικών για να αναλύσει τα θέμα της λήψης αποφάσεων, ενώ, όπως δηλώνεται στο κοινό ανακοινωθέν, αυτή θα είναι μια «προσανατολισμένη προς το μέλλον διαδικασία προβληματισμού». Η Τουρκία ελπίζει ότι, στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, θα μπορέσει να προβάλλει τα αιτήματά της, γι' αυτό και, όπως εκτιμούν αναλυτές, αποφάσισε να αποσύρει τις απειλές για βέτο.
Ο Στόλτενμπεργκ τόνισε ότι ο ίδιος θα έχει την επίβλεψη της διαδικασίας προβληματισμού για το μηχανισμό λήψης αποφάσεων στο NATO, ενώ εγκωμίασε την τουρκική κυβέρνηση για την απόφαση να υιοθετήσει τα σχέδια για τις Βαλτικές και την Πολωνία, λέγοντας ότι «καταφέραμε να λάβουμε όλες τις αποφάσεις που προάγουν τα συμφέροντα της Συμμαχίας. Όλοι οι Σύμμαχοι συμφωνήσαμε ότι δεσμευόμαστε από το άρθρο 5 (σ.σ.: περί αμοιβαίας συνδρομής σε περίπτωση πολέμου), που σημαίνει ένας για όλους και όλοι για έναν, και ότι αυτή είναι μια θωρακισμένη δέσμευση».
Η αναθεώρηση των κανόνων του NATO θα κρατήσει, πιθανότατα, για ένα χρόνο και, μέχρι τότε, πολλοί ελπίζουν ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θα έχει φύγει από τον Λευκό Οίκο, καθώς τα τελευταία τρία χρόνια ο Αμερικανός πρόεδρος είχε προκαλέσει σοβαρά προβλήματα συνοχής στην Συμμαχία.
Σε κάθε περίπτωση, ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν εκτιμά ότι η Αμερική σταδιακά θα αποσύρεται από τον ιστορικό της ρόλο στην άμυνα της Ευρώπης, ανεξάρτητα από το ποιος είναι ο ένοικος του Λευκού Οίκου, και έχει προτείνει να ενισχυθεί ο ευρωπαϊκός πυλώνας άμυνας, εντός και εκτός των δομών του NATO.
Παρά τις ανοικτές διαφωνίες για θέματα όπως η Συρία και ο ρόλος της Τουρκίας στη Συμμαχία, ο Μακρόν και ο Τραμπ συμφωνούν σε κάτι: ότι οι αμυντικές δαπάνες των ευρωπαϊκών κρατών θα πρέπει να αυξηθούν και ότι η Ρωσία μπορεί να γίνει καλύτερος εταίρος της Δύσης, εάν διευθετηθεί το θέμα της Ουκρανίας.
Άλλα κράτη, όμως, και κυρίως οι χώρες της Βαλτικής, η Γερμανία και η Βρετανία δεν συμφωνούν με τις γαλλικές θέσεις για την Ρωσία. Αυτές οι αμφιβολίες υπογραμμίσθηκαν, όπως σημειώνει η Guardian, από τη γερμανική απόφαση να απελαθούν δύο Ρώσοι διπλωμάτες, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την άρνηση της Μόσχας να συνεργασθεί σε έρευνα για τη δολοφονία ενός Γεωργιανού στο Βερολίνο, για την οποία υπήρχαν ενδείξεις ρωσικής ή τσετσενικής εμπλοκής.
Το NATO τονίζει στο ανακοινωθέν του ότι οι «επιθετικές ενέργειες» της Ρωσίας αποτελούν απειλή στην ευρωατλαντική ασφάλεια, ενώ για την Κίνα αναφέρει ότι η αυξανόμενη επιρροή της δημιουργεί ευκαιρίες, αλλά και προκλήσεις για τη Συμμαχία.