Επίθεση στη Fed εξαπολύει ο Economist, κατηγορώντας την αμερικανική κεντρική τράπεζα ότι έχει χάσει τον έλεγχο του πληθωρισμού.
Σε άρθρο του υποστηρίζει ότι η ξαφνική αυστηρότητα της Fed έρχεται σε μία περίοδο που η ίδια έχει, πλέον, αποτύχει να δημιουργήσει ανάχωμα στη συνεχιζόμενη αύξηση του πληθωρισμού.
Εκ παραδόσεως, τονίζει ο Economist, οι Κεντρικές Τράπεζες υποτίθεται ότι εμπνέουν εμπιστοσύνη στην οικονομία διατηρώντας τον πληθωρισμό σε χαμηλά και σταθερά επίπεδα. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Αμερικής έχει, όμως, χάσει τον έλεγχο.
Τον Μάρτιο οι τιμές καταναλωτή ήταν 8,5% υψηλότερες από ό,τι ένα χρόνο νωρίτερα, σημειώνοντας την ταχύτερη ετήσια αύξηση από το 1981. Σχεδόν το ένα πέμπτο των Αμερικανών δηλώνει ότι ο πληθωρισμός είναι το σημαντικότερο πρόβλημα της χώρας, ενώ ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν απελευθέρωσε πετρέλαιο από τα στρατηγικά αποθέματα για να προσπαθήσει να σταματήσει τη συνεχιζόμενη άνοδο στις τιμές της βενζίνης. Οι Δημοκρατικοί αναζητούν κάποιον να φορτώσουν την ευθύνη, από τα άπληστα αφεντικά μέχρι τον Βλαντιμίρ Πούτιν.
Η Fed, ωστόσο, είναι αυτή που είχε τα εργαλεία για να σταματήσει τον πληθωρισμό και δεν τα χρησιμοποίησε εγκαίρως. Το αποτέλεσμα είναι η χειρότερη υπερθέρμανση σε μια μεγάλη και πλούσια οικονομία. Τα καλά νέα είναι ότι ο πληθωρισμός μπορεί επιτέλους να έχει φθάσει στο ζενίθ της ανόδου του. Όμως, ο στόχος της Fed για το 2% παραμένει ακόμη πολύ μακριά, αναγκάζοντας την κεντρική τράπεζα να λάβει δύσκολες αποφάσεις.
Όσοι συνεχίζουν να υποστηρίζουν τους Αμερικανούς πολιτικούς επισημαίνουν τις ετήσιες αυξήσεις των τιμών κατά 7,5% στη ζώνη του ευρώ και 7% στη Βρετανία ως απόδειξη ενός παγκόσμιου προβλήματος, το οποίο οφείλεται στην εκτίναξη των τιμών των εμπορευμάτων, ιδίως μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Ωστόσο, τονίζει ο Economist, σχεδόν τα τρία τέταρτα του πληθωρισμού της ευρωζώνης αποδίδονται στην εκτόξευση των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων.
Η Αμερική, αντίθετα, επωφελείται από την άφθονη παραγωγή σχιστολιθικού φυσικού αερίου, ενώ τα υψηλότερα εισοδήματά της σημαίνουν ότι τα βασικά αγαθά έχουν μικρότερη επίδραση στις μέσες τιμές. Αν αφαιρεθεί η ενέργεια και τα τρόφιμα, ο πληθωρισμός της ευρωζώνης είναι 3%, αλλά της Αμερικής είναι 6,5%.
Επίσης, η αγορά εργασίας της Αμερικής, σε αντίθεση με την ευρωπαϊκή, είναι σαφώς σε φάση υπερθέρμανσης, με τους μισθούς να αυξάνονται με μέσο ρυθμό σχεδόν 6%. Οι πρόσφατες μειώσεις στις τιμές του πετρελαίου, των μεταχειρισμένων αυτοκινήτων και της ναυτιλίας σημαίνουν πιθανότατα ότι ο πληθωρισμός θα μειωθεί τους επόμενους μήνες. Αλλά θα παραμείνει υπερβολικά υψηλός, δεδομένης της υποκείμενης ανοδικής πίεσης στις τιμές.
Οι ΗΠΑ βρίσκονται σε διαφορετική πορεία από την Ευρώπη λόγω της υπερβολικής δημοσιονομικής τόνωσης ύψους 1,9 τρισ. δολαρίων του Τζο Μπάιντεν, η οποία εγκρίθηκε τον Μάρτιο του 2021. Πρόσθεσε επιπλέον ώθηση σε μια οικονομία που ήδη ανέκαμπτε γρήγορα μετά από πολλαπλούς γύρους δαπανών και έφερε το συνολικό ύψος των πακέτων στήριξης στο 25% του ΑΕΠ -το υψηλότερο στον πλούσιο κόσμο.
Καθώς ο Λευκός Οίκος πατούσε το γκάζι, η Fed θα έπρεπε να είχε βάλει φρένο. Δεν το έκανε, τονίζει ο Economist. Η διστακτικότητά της οφειλόταν εν μέρει στη δυσκολία πρόβλεψης της πορείας της οικονομίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά και στην τάση των φορέων χάραξης πολιτικής να περιμένουν πριν ξεκινήσουν τον πόλεμο. Για το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007 - 09 η οικονομία ήταν «παγωμένη» και η νομισματική πολιτική ήταν υπερβολικά σφιχτή. Σχεδόν κανείς δεν φαίνεται να προέβλεπε επιστροφή των πληθωριστικών πιέσεων.
Ωστόσο, η αποτυχία της Fed αντανακλά επίσης μια όχι και τόσο ευχάριστη αλλαγή μεταξύ των κεντρικών τραπεζών παγκοσμίως. Σε όλο τον κόσμο πολλοί είναι δυσαρεστημένοι με τη μονότονη δουλειά της διαχείρισης του οικονομικού κύκλου και επιθυμούν να αναλάβουν πιο «λαμπερά» καθήκοντα, από την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής έως την κοπή ψηφιακών νομισμάτων. Στη Fed η στροφή ήταν εμφανής στις υποσχέσεις ότι θα επιδιώξει μια «ευρείας βάσης και χωρίς αποκλεισμούς» ανάκαμψη. Η ρητορική μετατόπιση αγνόησε το γεγονός, που διδάσκεται σε κάθε προπτυχιακό οικονομολόγο, ότι το ποσοστό ανεργίας πέραν του οποίου αυξάνεται ο πληθωρισμός δεν είναι κάτι που μπορούν να ελέγξουν οι κεντρικές τράπεζες.
Τον Σεπτέμβριο του 2020 η Fed κωδικοποίησε τις νέες απόψεις της υποσχόμενη να μην αυξήσει καθόλου τα επιτόκια μέχρι η απασχόληση να έχει ήδη φθάσει στο μέγιστο βιώσιμο επίπεδό της. Η υπόσχεσή της επικροτήθηκε από αριστερούς ακτιβιστές που ήθελαν να προσδώσουν σε έναν από τους λίγους λειτουργικούς θεσμούς της Ουάσινγκτον ένα εξισωτικό ήθος.
Το αποτέλεσμα ήταν ένα χάος το οποίο η Fed προσπαθεί μόλις τώρα να ξεκαθαρίσει. Τον Δεκέμβριο προέβλεψε μια μικρή αύξηση των επιτοκίων κατά 0,75 ποσοστιαίες μονάδες φέτος. Σήμερα αναμένεται αύξηση κατά 2,5 μονάδες. Τόσο οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής όσο και οι χρηματοπιστωτικές αγορές πιστεύουν ότι αυτό θα είναι αρκετό για να τιθασεύσει τον πληθωρισμό.
Πιθανότατα είναι και πάλι υπερβολικά αισιόδοξοι. Ο συνήθης τρόπος για τη συγκράτηση του πληθωρισμού είναι η αύξηση των επιτοκίων πάνω από το ουδέτερο επίπεδό τους -που θεωρείται ότι είναι περίπου 2-3%- κατά περισσότερο από την αύξηση του υποκείμενου πληθωρισμού. Αυτό δείχνει ένα επιτόκιο ομοσπονδιακών κεφαλαίων της τάξης του 5-6%, που δεν έχει παρατηρηθεί από το 2007.
Τόσο υψηλά επιτόκια θα μπορούσαν να τιθασεύσουν την άνοδο των τιμών, αλλά με τη δημιουργία ύφεσης. Τα τελευταία 60 χρόνια η Fed έχει καταφέρει μόνο τρεις φορές να επιβραδύνει σημαντικά την αμερικανική οικονομία χωρίς να προκαλέσει ύφεση. Ποτέ δεν το έχει κάνει αυτό έχοντας αφήσει τον πληθωρισμό να αυξηθεί τόσο ψηλά όσο είναι σήμερα.
Επομένως, μια συρρίκνωση των ΗΠΑ «κρέμεται» πάνω από την παγκόσμια οικονομία ως μέρος μιας τριάδας κινδύνων, μαζί με την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης και τον αγώνα της Κίνας να καταστείλει την covid-19. Ειδικά οι φτωχές και μεσαίου εισοδήματος χώρες έχουν πολλά να χάσουν από τα απότομα υψηλότερα επιτόκια της Fed, τα οποία θα δελεάσουν τα κεφάλαια και θα αποδυναμώσουν τις συναλλαγματικές τους ισοτιμίες, ιδίως αν μια παγκόσμια ύφεση απορροφήσει ταυτόχρονα τη ζήτηση για τις εξαγωγές τους.
Έχει τη «δύναμη» η Fed να προκαλέσει τέτοιο οικονομικό πόνο; Πολλοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν τον υψηλότερο πληθωρισμό, επειδή μακροπρόθεσμα τα επιτόκια θα ανέβαιναν παράλληλα, θα απομακρύνονται περισσότερο από το μηδέν. Ο πληθωρισμός βοηθάει ήδη την ομοσπονδιακή κυβέρνηση συρρικνώνοντας την πραγματική αξία των χρεών της. Γύρω στο 2025, όταν η Fed αναθεωρήσει το πλαίσιο χάραξης πολιτικής της, θα έχει την ευκαιρία να αυξήσει τον στόχο. Δεν υπάρχει τίποτα το ιδιαίτερο για το 2%, εκτός από το γεγονός ότι η Fed το έχει υποσχεθεί στο παρελθόν.
Ένας πληθωρισμός σταθερός και ελαφρώς πάνω από το 2% μπορεί να είναι ανεκτός για την πραγματική οικονομία, αλλά δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι η στάση της Fed σήμερα μπορεί να προσφέρει ακόμη και αυτό. Και η αθέτηση υποσχέσεων έχει συνέπειες. Πλήττει τους μακροπρόθεσμους κατόχους ομολόγων, συμπεριλαμβανομένων των ξένων κεντρικών τραπεζών και κυβερνήσεων που κατέχουν ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου αξίας 4 τρισ. δολαρίων.
Θα μπορούσε να προσθέσει ένα ασφάλιστρο κινδύνου πληθωρισμού στο κόστος δανεισμού της Αμερικής. Και αν ακόμη και η Αμερική αθετούσε τις υποσχέσεις της για τον πληθωρισμό σε δύσκολους καιρούς, οι επενδυτές θα μπορούσαν να ανησυχούν ότι και άλλες κεντρικές τράπεζες θα έκαναν το ίδιο. Στη δεκαετία του 1980 οι υφέσεις που προκάλεσε η Fed του Πολ Βόλκερ έθεσαν τα θεμέλια για τα καθεστώτα που έχουν στόχο τον πληθωρισμό παγκοσμίως. Κάθε μήνα που ο πληθωρισμός τρέχει υπερβολικά, μέρος αυτής της με κόπο κερδισμένης αξιοπιστίας χάνεται.