Τοποθετώντας το ντεκόρ, μερικές ώρες πριν από τη συζήτηση που θα έχουν σήμερα ο Τζο Μπάιντεν και ο Σι Τζινπίνγκ, οι ΗΠΑ έκαναν σαφές χθες Πέμπτη ότι η Κίνα θα εκτεθεί στον κίνδυνο να υποστεί αντίποινα εάν «υποστηρίξει τη ρωσική επίθεση» εναντίον της Ουκρανίας.
«Ανησυχούμε πως (οι Κινέζοι) σχεδιάζουν να βοηθήσουν άμεσα τη Ρωσία με στρατιωτικό εξοπλισμό που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στην Ουκρανία. Ο πρόεδρος Μπάιντεν θα μιλήσει με τον πρόεδρο Σι αύριο και θα του πει καθαρά ότι η Κίνα θα φέρει ευθύνη για κάθε ενέργεια με σκοπό να υποστηριχθεί η ρωσική επίθεση - και ότι δεν θα διστάσουμε να της επιβάλουμε κόστη», είπε χθες Πέμπτη ο Αμερικανός ΥΠΕΞ Άντονι Μπλίνκεν.
«Βλέπουμε με ανησυχία το ότι η Κίνα εξετάζει το να προσφέρει στη Ρωσία άμεση στρατιωτική βοήθεια», επέμεινε.
Το Πεκίνο έχει διαψεύσει κατηγορηματικά πως έχει τέτοια πρόθεση.
Η Ουάσιγκτον λέει πως ανησυχεί επίσης ότι η κινεζική κυβέρνηση θα βοηθήσει τη Μόσχα να παρακάμψει τις δυτικές κυρώσεις.
Πρόκειται για την πιο απερίφραστη προειδοποίηση που έχουν απευθύνει, δημόσια ή ιδιωτικά, οι ΗΠΑ στην Κίνα από την έναρξη της ρωσικής επίθεσης εναντίον της Ουκρανίας την 24η Φεβρουαρίου. Διατυπώθηκε μερικές ώρες πριν από τη συνδιάλεξη του αμερικανού και του κινέζου προέδρου, που προβλέπεται να γίνει στις 09:00 (ώρα ανατολικών ΗΠΑ· στις 15:00 ώρα Ελλάδας), σύμφωνα με δελτίο Τύπου που δημοσιοποίησε ο Λευκός Οίκος.
Οι αμερικανικές προειδοποιήσεις καταγράφονται με φόντο τις ευρύτερες διμερείς εντάσεις για σειρά ζητημάτων.
Θα πρόκειται για την πρώτη συζήτηση των προέδρων Μπάιντεν και Σι από τον Νοέμβριο - και θα είναι φορτωμένη εντάσεις.
Η ουκρανική κρίση αποτελεί νέο μέτωπο στους ανταγωνισμούς των δύο πλευρών. Οι ελπίδες ένθεν κακείθεν για αποκλιμάκωση στο ευρύ φάσμα των διενέξεων μοιάζουν να έχουν ξεφουσκώσει.
Τον περασμένο Νοέμβριο, ο κ. Μπάιντεν είχε χαιρετίσει με αρκετή θέρμη τον κινέζο πρόεδρο, με τον οποίο γνωρίζεται από την εποχή που ήταν αντιπρόεδρος, ενώ ο κ. Σι αποκάλεσε τον ένοικο του Λευκού Οίκου «παλιό φίλο». Όμως οι αμοιβαίες φιλοφρονήσεις δεν κρύβουν πως οι δύο πλευρές αντιμετωπίζουν η μια την άλλη ως αντίπαλο, αν και αμφότερες διαβεβαιώνουν πως θέλουν να αποφύγουν «ψυχρό πόλεμο» ή ανοικτή σύγκρουση.
Η Ουάσινγκτον βλέπει με δυσπιστία τη σχέση της Κίνας με τη Ρωσία, ο πρόεδρος της οποίας Βλαντίμιρ Πούτιν ανακοίνωσε τον περασμένο μήνα ότι Μόσχα και Πεκίνο αποκτούν στρατηγική εταιρική σχέση «χωρίς όρια».
Η Κίνα έχει αποφύγει επιμελώς να καταδικάσει την ρωσική επίθεση στην Ουκρανία, ακόμη και να μιλήσει για εισβολή. Αν και διαβεβαιώνει πως σέβεται την εθνική κυριαρχία της Ουκρανίας, επισημαίνει ότι η Ρωσία είχε θεμιτές ανησυχίες για την ασφάλειά της που θα όφειλαν να αντιμετωπιστούν και καλεί να εξευρεθεί διπλωματική λύση στη σύρραξη.
Η Ουάσινγκτον και οι σύμμαχοί της δεν έχουν ακόμη αποφασίσει τι είδους μέτρα θα λάμβαναν σε βάρος της Κίνας αν πράγματι το Πεκίνο προσέφερε υποστήριξη στη Μόσχα, είπε αξιωματούχος ενήμερος για όσα συζητώνται σχετικά. Εάν επιλεγόταν το ίδιο μοντέλο, των εκτενών οικονομικών κυρώσεων, αυτό θα είχε πολύ σοβαρές συνέπειες για την οικονομία των ΗΠΑ και την παγκόσμια οικονομία: η Κίνα άλλωστε είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο και ο μεγαλύτερος εξαγωγέας στον κόσμο.
Προπαρασκευαστική συνάντηση συνεργατών των δύο προέδρων -του συμβούλου εθνικής ασφαλείας Τζέικ Σάλιβαν και του κορυφαίου στελέχους του κινεζικού ΚΚ για θέματα διεθνών σχέσεων Γιανγκ Τζιετσί- στη Ρώμη τη Δευτέρα ήταν ιδιαίτερα μακρά και περιγράφηκε με όρους όπως «σκληρή» και «τεταμένη».
Η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν έχει παρουσιάσει μέχρι σήμερα κάποια απόδειξη του ισχυρισμού ότι η Κίνα σκοπεύει να προσφέρει στρατιωτική βοήθεια στη Ρωσία. Η Μόσχα το έχει διαψεύσει. Το Πεκίνο μιλά για «παραπληροφόρηση».
Πάντως ο ρώσος υπουργός Οικονομικών Αντόν Σιλουάνοφ είπε αυτή την εβδομάδα ότι η χώρα του λογαριάζει στη σχέση της με την Κίνα για να μπορέσει να αντεπεξέλθει στο χτύπημα για την οικονομία της εξαιτίας των δυτικών κυρώσεων που έχουν σκοπό να απομονώσουν τη ρωσική οικονομία.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν είναι το μοναδικό ζήτημα-πρόκληση στην ατζέντα.
Αναμένεται να θιγούν επίσης οι συνομιλίες όσον αφορά τη διεθνή συμφωνία για το πρόγραμμα πυρηνικής ενέργειας του Ιράν, το εξοπλιστικό πρόγραμμα της Βόρειας Κορέας και την Ταϊβάν, πέρα από τις διμερείς διαπραγματεύσεις για το εμπόριο.