Οι γερμανικές εκλογές έχουν χαρακτηριστεί ως «το τέλος μίας εποχής», με δεδομένη την αποχώρηση από την εξουσία, μετά από μία 16χρονη θητεία, της Άγκελα Μέρκελ. Ταυτόχρονα, όμως, μπορούν να αποτελέσουν και μία «νέα αρχή» όχι μόνο για την εσωτερική πολιτική και οικονομική ζωή της Γερμανίας αλλά για το σύνολο της Γηραιάς Ηπείρου.
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις, αλλά και οι τηλεμαχίες δείχνουν ότι νικητής τους θα αναδειχθεί ο πρόεδρος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) και νυν υπουργός Οικονομικών, Όλαφ Σολτς. Το βέβαιο είναι ότι η κυβέρνηση που θα προκύψει, λόγω και του ιδιαίτερα περίπλοκου εκλογικού συστήματος της Γερμανίας θα είναι κυβέρνηση συνασπισμού.
Προβάδισμα του SPD «δείχνουν» οι δημοσκοπήσεις
Το SPD ξεκίνησε την προεκλογική μάχη στην τρίτη θέση και με μία αξιοθαύμαστη επιτάχυνση της τελευταίας στιγμής κατόρθωσε να αναρριχηθεί στην πρώτη, αφήνοντας πίσω τον συνασπισμό Χριστιανοδημοκρατών – Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) αλλά και τους Πράσινους.
Η υποχώρηση για το CDU/CSU αποδίδεται από αρκετούς Γερμανούς πολιτικούς αναλυτές και στον όχι και τόσο χαρισματικό υποψήφιο καγκελάριο Άρμιν Λάσετ, ενώ οι Πράσινοι της Αναλένα Μπέρμποκ είδαν σε αρκετές περιπτώσεις το SPD να κερδίζει τις εντυπώσεις και φυσικά και την προτίμηση των ψηφοφόρων σε τομείς που παραδοσιακά επικρατεί το κόμμα των Πρασίνων.
Το προφίλ των διεκδικητών της καγκελαρίας
Ο διάδοχος της κας Μέρκελ αναμένεται ότι θα είναι ένας από τους επικεφαλής των SPD, CDU/CSU και Πρασίνων. Οι περισσότεροι, πάντα στηριζόμενοι στις δημοσκοπήσεις, υποστηρίζουν ότι θα είναι ο Όλαφ Σολτς, ο οποίος έχει και μία ιδιαιτερότητα σε σύγκριση με τους αντιπάλους του, καθώς έλαβε τελευταίος από αυτούς το χρίσμα του κόμματός του για την καγκελαρία.
Όλαφ Σολτς
Στα 62 του χρόνια ο κ. Σολτς είναι ο νυν υπουργός Οικονομικών της ισχυρότερης οικονομίας της Ευρώπης αλλά και αντικαγκελάριος. Πρώην δήμαρχος του Αμβούργου, θεωρείται ένας πολιτικός χαμηλών τόνων –κατά άλλους ακόμη και «βαρετός»- αλλά ταυτόχρονα διαθέτει τα απαραίτητα προσόντα για να τον εμπιστεύονται οι Γερμανοί, με τη δημοτικότητά του να αυξάνει συνεχώς.
Στα «περίεργα» της πολιτικής του καριέρας το γεγονός ότι ως νεαρός σοσιαλιστής στη δεκαετία του ’80, ήταν σφοδρός αντικαπιταλιστής και χαρακτήριζε το ΝΑΤΟ ως «ιμπεριαλιστικό σύμφωνο».
Για τους περισσότερους Γερμανούς, ψηφοφόρους του και μη, ο κ. Σολτς θεωρείται ότι διαθέτει την απαραίτητη πείρα, την ικανότητα αλλά και την αυτοπεποίθηση να διαχειριστεί τη θέση του καγκελάριου. Παρά το γεγονός ότι στην αρχή δεν ήταν δημοφιλής ούτε εντός του SPD, τελικώς κατόρθωσε να το οδηγήσει στο υψηλότερο δημοσκοπικό ποσοστό των τελευταίων 15 ετών και να είναι ο ισχυρότερος υποψήφιος για την καγκελαρία.
Άρμιν Λάσετ
Θεωρείται «επαγγελματίας πολιτικός», έχοντας περάσει το μεγαλύτερο διάστημα των 60 χρόνων του ως μέλος του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU). Είναι πρωθυπουργός στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας. Γιος ενός ανθρακωρύχου, ο κ. Λάσετ μεγάλωσε σε μία «κλασσική» γερμανική, καθολική οικογένεια της μεσαίας τάξης, ενώ κέρδισε μία υποτροφία προκειμένου να σπουδάσει στο Konrad Adenauer Stiftung, εκπαιδευτικό ίδρυμα στενά συνδεδεμένο με το CDU.
Το βασικό του πλεονέκτημα, δηλαδή ότι αντιπροσωπεύει το πολιτικό κατεστημένο της Γερμανίας μπορεί να αποδειχθεί και ως το μεγαλύτερο του μειονέκτημα. Μετά από 16 χρόνια «Μερκελισμού» αρκετοί Γερμανοί θέλουν αλλαγή στην εξουσία.
Αναλένα Μπέρμποκ
Η ηγέτης των Πρασίνων, στα 40 της χρόνια, θεωρείται το πρόσωπο που έδωσε «νέα πνοή» και «νεανική φρεσκάδα» στην προεκλογική περίοδο. Μετά τις σπουδές της στο Διεθνές Δίκαιο σε Αμβούργο και Λονδίνο, έγινε ευρωβουλευτής του κόμματός της και κατόπιν επέστρεψε στη Γερμανία για να κατακτήσει μία θέση στη Bundestag.
Το μεγάλο της πρόβλημα είναι η έλλειψη κυβερνητικής πείρας, αλλά και το νεαρό της ηλικίας της, με τους Γερμανούς ψηφοφόρους να είναι αρκετά απρόθυμοι να εμπιστευθούν μία «βαριά» θέση όπως αυτή του καγκελάριου στα χέρια μίας νεαρής, άπειρης υποψήφιας.
Οι πιθανοί συνδυασμοί για τη νέα κυβέρνηση
Το μεγάλο ερωτηματικό μετά το πέρας των εκλογών και ανεξάρτητα του ποιο θα είναι το πρώτο κόμμα είναι η νέα κυβέρνηση που θα σχηματιστεί. Θεωρείται βέβαιο ότι θα είναι κυβέρνηση συνεργασίας, ενώ η διαδικασία των διαπραγματεύσεων μπορεί να διαρκέσει αρκετούς μήνες, με κάποιους να υποστηρίζουν ότι η κα Μέρκελ θα παραμείνει, θέλοντας και μη, στην εξουσία τουλάχιστον έως και τα τέλη του 2021. Άλλωστε στις προηγούμενες εκλογές χρειάστηκαν έξι μήνες για να προκύψει τελικά η συνεργασία CDU/CSU και SPD.
Οι πιθανές μετεκλογικές συνεργασίας λαμβάνουν κωδικές ονομασίες βάσει του χρώματος κάθε κόμματος:
- Μαύρο: CDU/CSU
- Κόκκινο: SPD
- Πράσινο: Πράσινοι
- Κίτρινο: Φιλελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) και
- Βαθύ κόκκινο: Die Linke (Αριστερά)
Τζαμάικα
Συνεργασία CDU/CSU, Πρασίνων και FDP, λαμβάνει αυτήν την ονομασία γιατί τα χρώματα είναι ίδια με αυτή στη σημαία της Τζαμάικα. Εάν τελικώς πρώτο κόμμα αναδειχθεί το CDU/CSU θεωρείται από αρκετούς ως ο πιθανότερος κυβερνητικός συνασπισμός. Μετά από οκτώ χρόνια συνεργασίας τα CDU/CSU και SPD δεν φαίνονται πολύ πρόθυμα να συνεχίσουν να είναι «δεμένα» στα κυβερνητικά έδρανα. Εκτιμάται ότι εάν προχωρήσει αυτή η συνεργασία το υπ. Οικονομικών θα αναλάβει το CDU/CSU, το περιβαλλοντικό χαρτοφυλάκιο και το υπ. Εξωτερικών οι Πράσινοι, ενώ το υπ. Οικονομίας θα δοθεί στους Φιλελεύθερους.
Στα θετικά αυτού του συνασπισμού ότι θα διαθέτει μεγάλη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο και θα μπορεί να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις σε βασικούς τομείς όπως το περιβάλλον αλλά και οι μεταφορές. Στα αρνητικά το γεγονός ότι μεταξύ Πρασίνων και των δύο άλλων εταίρων οι ιδεολογικές διαφορές είναι κάτι παραπάνω από μεγάλες, σε θέματα που αφορούν τη φορολογία αλλά και την ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Φωτεινός σηματοδότης
Συνασπισμός μεταξύ SDP, FDP και Πρασίνων. Ένας συνασπισμός που μπορεί να προκύψει εάν οι Σοσιαλδημοκράτες κατακτήσουν την πρωτιά στις εκλογές. Με δεδομένο ότι οι περισσότεροι Γερμανοί δεν επιθυμούν το Die Linke ως κυβερνητικό εταίρο, αυτός ο συνδυασμός μοιάζει αρκετά πιθανός. Και σε αυτή την περίπτωση το θετικό έγκειται στην ύπαρξη μεγάλης πλειοψηφίας στο κοινοβούλιο αλλά και ισχυρής λαϊκής στήριξης. Εκ νέου οι μεγάλες πολιτικές διαφορές μεταξύ Σοσιαλιστών και Πρασίνων με τους Φιλελεύθερους δημιουργούν προβλήματα, με μεγαλύτερα «αγκάθια» σε αυτές τη φορολογική πολιτική και τις δημόσιες δαπάνες.
R2G
Συνασπισμός SDP, Die Linke και Πρασίνων και δημιουργία μίας πιο αριστερής κυβέρνησης. Τα τρία κόμματα συμφωνούν απόλυτα σε θέματα φορολογίας, κοινωνικής και μεταναστευτικής πολιτικής. Διαφέρουν, όμως, κάτι παραπάνω από αρκετά σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Το Die Linke θέλει έξοδο από το ΝΑΤΟ και αναθεώρηση των σχέσεων με ΗΠΑ και Ρωσία. Παράλληλα είναι ένας συνδυασμός που θα μπορούσε να οδηγήσει διχασμό τη γερμανική κοινωνία.
Μίκυ Μάους ή «Γερμανία»
Συνεργασία CDU/CSU, SPD και FDP, υπό την προϋπόθεση ότι οι Χριστιανοδημοκράτες θα είναι το πρώτο κόμμα στις εκλογές. Μία κεντρώα κυβέρνηση, με ισχυρή πλειοψηφία στο κοινοβούλιο αλλά και ότι πιο κοντινό υπάρχει στον νυν κυβερνητικό συνασπισμό. Εξαιτίας αυτής της «ομοιότητας» θεωρείται μία αρκετά απίθανη συνεργασία, η οποία δεν πρόκειται να προωθήσει δομικές μεταρρυθμίσεις σε τομείς όπως για παράδειγμα το περιβάλλον, οι σχέσεις στην ΕΕ και η οικονομία.
Κένυα
Συνεργασία CDU/CSU, SPD και Πράσινων. Θα μπορούσε να αποτελεί μία εναλλακτική, αλλά υπάρχουν αρκετά «εάν». Σε περίπτωση που το SPD αναδειχθεί πρώτο κόμμα, οι Χριστιανοδημοκράτες θα πρέπει να αποδεχθούν ότι θα είναι το «δεύτερο βιολί» στην κυβέρνηση, κάτι εξαιρετικά δύσκολο. Ένας συνδυασμός με μεγάλη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο αλλά μάλλον δυσκίνητος για πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων.