Οι γερμανικές εκλογές στις 26 Σεπτεμβρίου σηματοδοτούν μία μεγάλη αλλαγή όχι μόνο για την πολιτική σκηνή της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής οικονομίας αλλά για το σύνολο της Ευρώπης. Η Άγκελα Μέρκελ μετά από 16 συναπτά έτη στην εξουσία αποχωρεί από την ενεργό πολιτική, με τον ή την διάδοχό της να καλούνται να καλύψουν ένα πολύ μεγάλο κενό.
Βάσει των μέχρι σήμερα δημοσκοπήσεων διάδοχος της κας Μέρκελ στην Καγκελαρία θα είναι ο νυν υπουργός Οικονομικών, Όλαφ Σολτς, με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) να επιστρέφει δυναμικά αφήνοντας πίσω τόσο τον συνασπισμό Χριστιανοδημοκρατών/Χριστανοκοινωνιστών (CDU/CSU) όσο και το Κόμμα των Πρασίνων.
Η πιθανότητα ο κ. Σολτς να καταστεί ο νέος καγκελάριος μοιάζουν να αυξάνονται μέρα με την ημέρα, καθώς και στη δεύτερη τηλεμαχία με τον επικεφαλής των CDU/CSU Άρμιν Λάσετ, εξήλθε νικητής. Σύμφωνα με μία δημοσκόπηση του Infratest-dimap σε 1.500 θεατές για το ARD το 41% των ερωτηθέντων έκρινε τον κ. Σολτς νικητή με μόλις 27% υπέρ του κ. Λάσετ. Η Αναλένα Μπέρμποκ, η υποψήφια των Πρασίνων, θεωρήθηκε ως η καλύτερη για το 25%.
Η δομή, όμως, του εκλογικού συστήματος της Γερμανίας καθιστά βέβαιο ότι η διακυβέρνηση της χώρας θα ανατεθεί εκ νέου σε μία κυβέρνηση συνασπισμού, πιθανώς και τριών κομμάτων, με τον κ. Σολτς να πρέπει να βρει τη χρυσή τομή ώστε να κάνει κάποιους αλλά όχι πολλούς συμβιβασμούς.
Η καλύτερη επιλογή για το SPD είναι το Κόμμα των Πρασίνων, αλλά βάσει των ποσοστών το πιθανότερο είναι ότι θα χρειαστεί και ένας ακόμη εταίρος για να σχηματιστεί κυβέρνηση, με υποψήφιους – αρχικά- είτε τους Ελεύθερους Δημοκράτες (Free Democrats – FDP) είτε το Κουμμουνιστικό Κόμμα (Die Linke). Φυσικά κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει την ύπαρξη ενός νέου κυβερνητικού σχήματος «μεγάλου συνασπισμού», δηλαδή συγκυβέρνηση SDP και CDU/CSU, αλλά ο κ. Σολτς θα ήθελε να το αποφύγει.
Το σίγουρο είναι ότι οι διαπραγματεύσεις μετά την εκλογική διαδικασία θα διαρκέσουν αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως συνέβη και το 2017, καθώς οι Γερμανοί ψηφοφόροι δεν μπορούν ούτε καν να φανταστούν το ενδεχόμενο επανάληψης εκλογών, απαιτώντας από τους πολιτικούς τους να «τα βρουν για το καλό της χώρας». Και όπως έχει αποδείξει η πρόσφατη ιστορία τα γερμανικά κόμματα κατορθώνουν να συμβιβάσουν ακόμη και τις πλέον αντίθετες τάσεις που υπάρχουν στο εσωτερικό τους προκειμένου να ικανοποιήσουν την απαίτηση των ψηφοφόρων.
Σταθερό προβάδισμα για τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) δείχνουν οι δημοσκοπήσεις
Το μόνο σίγουρο είναι ότι μία κυβέρνηση με κυρίαρχο το SPD θα φέρει αρκετές αλλαγές όχι μόνο τη γερμανική αλλά και στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή. Οι αλλαγές αυτές, όπως σημειώνει σε ανάλυσή του το Bloomberg, θα είναι πιο δραστικές στους παραπάνω τομείς:
- Ευρώπη: Παρά το γεγονός ότι υπήρξε εταίρος μίας κυβέρνησης που τάχθηκε υπέρ της λιτότητας (κάτι το οποίο «πλήρωσε» στις εκλογές του 2017) το SPD επιστρέφει, κατά κάποιον τρόπο, στις ρίζες του και είναι υπέρ της έκδοσης κοινού ευρωπαϊκού χρέους. Οι Πράσινοι συνεχίζουν να στηρίζουν την πρόταση ο ESM να μετατραπεί σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, με το FDP να τάσσεται και αυτό υπέρ αυτής της κίνησης. Όμως ζητά αυστηριοποίηση των ευρωπαϊκών κανόνων για χρέη και ελλείμματα αμέσως μόλις περάσει η πανδημία. Το Die Linke θέλει αύξηση των κοινωνικών παροχών στην Ευρώπη και ενίσχυση των κεφαλαίων κοινωνικής πρόνοιας.
- Βασικός μισθός: Ο Σολτς είναι απόλυτα ξεκάθαρος, καθώς έχει κάνει σημαία της προεκλογικής του εκστρατείας την αύξηση του βασικού ημερομισθίου στα 12 ευρώ, από 9,60 που είναι σήμερα και 10,45 ευρώ που θα αυξηθεί τον Ιούλιο του 2022. Οι Πράσινοι συμφωνούν μαζί του, το Die Linke θέλει αύξηση στα 13 ευρώ και το FDP θέλει «πάγωμα».
- Κλίμα: Το SPD τάσσεται υπέρ της απολιγνιτοποίησης στον ηλεκτρισμό έως το 2040 και πλήρη στροφή στις καθαρές μορφές ενέργειας έως το 2045. Παράλληλα τονίζει ότι αυτή η εκκαθάριση θα γίνει με τέτοιον τρόπο ώστε να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας στη θέση αυτών που θα χαθούν και παράλληλα να στηριχθούν οι περιοχές που θα δεχθούν το μεγαλύτερο πλήγμα από αυτήν τη στροφή. Οι Πράσινοι θέλουν καθαρή ενέργεια έως το 2030 και μάλιστα πλήρη κατάργηση της χρήσης μη ηλεκτρικών αυτοκινήτων έως αυτό το έτος. Το FDP τάσσεται υπέρ μίας ακόμη πιο σταδιακής αλλαγής, ενώ το Die Linke ζητά να στηριχθούν τα περισσότερο ευάλωτα νοικοκυριά ώστε να μη σηκώσουν μεγάλο βάρος και τάσσεται υπέρ της ενίσχυσης των δημόσιων συγκοινωνιών.
- Προϋπολογισμός: Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινοι τάσσονται υπέρ της αύξησης των δημόσιων δαπανών αλλά και του δανεισμού. Αντίθετα το FDP επιθυμεί το χρέος να επιστρέψει, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, χαμηλότερα από το 60% του ΑΕΠ και να τεθεί εκ νέου σε ισχύ ο «κανόνας χρέους», δηλαδή ο «κόφτης» για το όριο δανεισμού στον οποίο μπορεί να προχωρήσει το γερμανικό δημόσιο. Η οικονομία και ο προϋπολογισμός αποτελεί το μεγάλο «αγκάθι» για τον Σολτς, ο οποίος εάν αναγκαστεί να συμπεριλάβει και το FDP στη συγκυβέρνηση θα πρέπει να είναι προετοιμασμένος για μεγάλους συμβιβασμούς.
- Φορολογία: Τόσο το SPD όσο και οι Πράσινοι τάσσονται υπέρ της αύξησης των φόρων για τις υψηλές εισοδηματικές τάξεις, ενώ το FDP επιθυμεί μείωση των φόρων για τις επιχειρήσεις αλλά και για τους υψηλόμισθους αλλά και εφαρμογή μέτρων στήριξης για επιχειρήσεις που είναι, μεν, βιώσιμες αλλά αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας.
- Τράπεζες: Ο Σολτς επιθυμεί να υπάρξει αλλαγή της νομοθεσίας ώστε να μη χρειαστεί ξανά να διασωθούν τράπεζες με χρήματα των φορολογουμένων, ήτοι με κρατική βοήθεια. Οι Πράσινοι επιθυμούν ενίσχυση των ρυθμιστικών κανόνων για φαινόμενα απάτης ή κακοδιαχείρισης, ενώ το FDP ασκεί πιέσεις ώστε το κράτος να «απεγκλωβιστεί» από την κατοχή μετοχών σε τραπεζικούς ομίλους όπως αυτός της Commerzbank.