Οι επικείμενες εκλογές στη Γερμανία στα τέλη Σεπτεμβρίου αποτελούν το τέλος μίας εποχής όχι μόνο για την ίδια τη χώρα αλλά για το σύνολο της Ευρώπης, καθώς αποχωρεί από το πολιτικό σκηνικό της Γηραιάς Ηπείρου η Άγκελα Μέρκελ, αφού συμπλήρωσε 16 χρόνια ως ηγέτης της ισχυρότερης ευρωπαϊκής οικονομίας.
Το ποιος θα είναι ο νέος ή η νέα καγκελάριος δεν αποτελεί ένα γεγονός που αφορά μόνο την εσωτερική οικονομική και πολιτική ζωή της Γερμανίας, αλλά ακόμη και τις αγορές, παρά το γεγονός ότι συνήθως οι γερμανικές εκλογές είναι ένα γεγονός που «παραβλέπουν». Πιθανώς αυτό να συνέβαινε τα προηγούμενα χρόνια όταν θεωρούνταν σχεδόν βέβαιο ότι η κα Μέρκελ θα διατηρούσε την εξουσία και ως εκ τούτου οι αλλαγές στην οικονομική και όχι μόνο πολιτική δεν θα ήταν και τόσο δραστικές.
Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ισχύει πλέον ενώ το πρώτο «καμπανάκι» για τις αγορές σήμανε κατά τη διάρκεια της τρέχουσας εβδομάδας όταν για πρώτη φορά μετά από 15 χρόνια το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) «πήρε κεφάλι» στις δημοσκοπήσεις έναντι των Πρασίνων και του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU). Παράλληλα η δημοτικότητα του αρχηγού του CDU και υποψήφιου καγκελάριου συνεχίζει να φθίνει.
Θεωρείται βέβαιο ότι και η επόμενη κυβέρνηση θα είναι κυβέρνηση συνασπισμού αλλά το ποια θα είναι τα μέλη της από πλευρά κομμάτων κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει. Ένα ενδεχόμενο είναι να σχηματιστεί κυβέρνηση «Τζαμάικα», με συμμαχία CDU/CSU, Πρασίνων και Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) και ένα δεύτερο μία κυβέρνηση «σηματοδότη» με συνεργασία SPD, με επικεφαλής των νυν υπ. Οικονομικών Όλαφ Σολτς, ως βασικό κόμμα και συμμάχους τους Πράσινους και το FDP.
Να σημειωθεί ότι οι «χαρακτηρισμοί» των εν λόγω συμμαχιών στηρίζονται στα χρώματα των κομμάτων: Μαύρο για τα CDU/CSU, Κίτρινο για το FDP, Πράσινο για το Κόμμα των Πρασίνων και Κόκκινο για το SPD.
«Η στροφή προς το SPD δεν είναι και τόσο θετικό μήνυμα για τις αγορές. Για πρώτη φορά από την αρχή του 2021 οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το ενδεχόμενο μίας συμμαχίας μεταξύ CDU/CSU και Πρασίνων απομακρύνεται», σημειώνει ο Χόλγκερ Σμίντινγκ, επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg.
Τέλος στη λιτότητα;
Εξαιτίας της πανδημίας η Γερμανία άλλαξε την κλασσική τακτική της δημοσιονομικής πειθαρχίας, με τους Πράσινους να επιθυμούν αυτό να καταστεί μόνιμο. Το κόμμα ζητά αύξηση των δαπανών και κατάργηση του επονομαζόμενου όρου για «φρένο χρέους», εξαιτίας του οποίου ο δανεισμός του ομοσπονδιακού κράτους δεν μπορεί να ξεπερνά το 0,35% του ΑΕΠ.
«Σχεδόν όλα τα κόμματα, με εξαίρεση τους Φιλελεύθερους τάσσονται υπέρ της χαλάρωσης», τονίζει ο Γερν Βάσμουντ, αναλυτής της DWS. Αύξηση των δαπανών αλλά και του δανεισμού θα οδηγήσει σε αύξηση των αποδόσεων των γερμανικών ομολόγων και θα βελτιώσει τις οικονομικές προοπτικές κάτι το οποίο πιθανώς να ευνοήσει και το ευρώ. Πάντως σε περίπτωση που τα CDU και FDP είναι μέλη της νέας κυβέρνησης αυτή η τάση δεν εκτιμάται ότι θα επικρατήσει εύκολα.
Υπάρχουν πάντως κάποια στελέχη των CDU/CSU που είναι υπέρ της χαλάρωσης του «φρένου χρέους». Μέσω αυτής της κίνησης θα βρεθούν περί των 100 δισ. ευρώ για βελτίωση των υποδομών για την επόμενη 4ετία, όπως σημειώνει ο Κάρστεν Μπρζέσκι, αναλυτής της ING.
Πιο σφιχτός έλεγχος
Σε περίπτωση που στη νέα κυβέρνηση συμμετέχουν SPD, Πράσινοι και το αριστερό κόμμα Die Linke, τότε εκτιμάται ότι θα υπάρξει σύσφιξη των ελεγκτικών μηχανισμών σε όλα τα επίπεδα.
«Αν και πιο σφιχτές ρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, στις υπηρεσίες αλλά και στην αγορά κατοικιών δεν θα έχουν, βραχυπρόθεσμα, μεγάλη επιρροή στον επιχειρηματικό κύκλο, αναμένεται ότι θα αποτελέσουν τροχοπέδη για την ανάπτυξη της χώρας», σημειώνει η Berenberg. Ενδεχόμενο σύσφιξης αυτών των κανόνων μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της απόδοσης του 10ετούς γερμανικού ομολόγου κατά 10 μονάδες βάσης, σύμφωνα με την Goldman Sachs.
Μείωση των spreads
Μία συγκυβέρνηση Πρασίνων και Σοσιαλδημοκρατών ενδέχεται, λόγω της πολιτικής που θα ακολουθήσουν, να οδηγήσει σε μείωση των spreads μεταξύ των γερμανικών κρατικών ομολόγων και αυτών των πιο αδύναμων οικονομιών της ευρωζώνης. Παράλληλα τα δύο κόμματα είναι «οπαδοί» μίας ταχύτερης διαδικασίας για την ενοποίησης της ΕΕ.
Αντίθετα τα FDP και CDU δεν είναι υπέρ στο να υπάρξει και δημοσιονομική ένωση στην ευρωζώνη, ενώ επιθυμούν ταχύτερη επαναφορά σε ισχύ του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Πάντως οι αναλυτές τονίζουν ότι δεν πρόκειται να υπάρξει κάποια δραστική αλλαγή στην πολιτική της Γερμανίας έναντι της ΕΕ.
Στροφή στην πράσινη ανάπτυξη
Η πολιτική για το περιβάλλον είναι προτεραιότητα για όλα τα γερμανικά κόμματα αλλά έχουν διαφορετικές απόψεις για τον τρόπο που θα πρέπει να επιτευχθούν ορισμένοι στόχοι, όπως σημειώνει η Βάρμπαρα Μπότσερ, αναλύτρια της Deutsche Bank.
«Τα CDU και FDP επιθυμούν να δοθεί μεγαλύτερη ευχέρεια στις δυνάμεις της αγοράς και την τεχνολογία, ενώ οι Πράσινοι θέλουν ενίσχυση του ρυθμιστικού πλαισίου», σημειώνει.
Το Κόμμα των Πρασίνων τάσσεται υπέρ της αύξησης των «πράσινων» φόρων, μείωσης κατά 70% των εκπομπών ρύπων και 100% στροφή σε ΑΠΕ έως το 2030. Μία κυβέρνηση με τη συμμετοχή των Πρασίνων θα ευνοήσει τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στις ΑΠΕ αλλά και στην ηλεκτροκίνηση, με ευνοημένη και την αμερικανική Tesla.
Αλλαγές στην εξωτερική πολιτική
Πράσινοι και FDP ζητούν πιο σκληρή στάση έναντι τόσο στη Ρωσία όσο και στην Κίνα, με τον υποψήφιο του CDU, κ. Λάσετ, να συντάσσεται απόλυτα με αυτήν την τάση.
Ο κ. Λάσετ χαρακτηρίζει την Κίνα ως αντίπαλο, ενώ πρόσφατα τόνισε ότι η Γερμανία θα πρέπει να αποδεσμευθεί ενεργειακά από τη Ρωσία και να αποκοπεί από την κατασκευή του αγωγού Nord Stream 2, εάν η Μόσχα σπάσει κάποιες συμφωνίες, ενώ εκτιμάται ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει τον αγωγό ως «χαρτί» για να πιέσει τη Ρωσία για το ζήτημα της Ουκρανίας.