Δραματική δημοσιονομική ανατροπή και στην Ελλάδα προκαλεί η κρίση του κορονοϊού, εκτοξεύοντας το δημόσιο χρέος πάνω από το 200% του ΑΕΠ τη διετία 2020 - 2021, όπως εκτιμά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το ΔΝΤ διαπιστώνει στην έκθεση Fiscal Monitor μεγάλη αύξηση των ελλειμμάτων και του χρέους παγκοσμίως, αλλά ζητεί από τις κυβερνήσεις να μην αποσύρουν πρόωρα τα μέτρα στήριξης και να αυξήσουν τις δημόσιες επενδύσεις για να ενισχυθεί η ανάκαμψη μετά την πανδημία.
Για την Ελλάδα, οι προβλέψεις που δημοσιεύονται στην έκθεση του Ταμείου είναι αρκετά δυσμενείς και δημιουργούν αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα του χρέους, κάτι που αναμένεται να εξετασθεί σε επόμενη ανάλυση βιωσιμότητας από το ΔΝΤ. Σύμφωνα με τις νέες προβλέψεις,
- Το έλλειμα της γενικής κυβέρνησης θα εκτιναχθεί στο 9% φέτος, από πλεόνασμα 0,6% του ΑΕΠ το 2019. Θα υποχωρήσει στο 3% το 2021 και στο 1,5% το 2022.
- Το πρωτογενές ισοζύγιο, που παρακολουθείται στενά και στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, από πλεόνασμα 3,5% το 2019 θα πέσει σε έλλειμμα 6% το 2020, το οποίο εκτιμάται ότι θα μηδενισθεί το 2021, για να περάσουμε σε πλεόνασμα άνω του 1% τα επόμενα χρόνια.
- Το χρέος θα εκτιναχθεί από 180,9% το 2019 σε 205,2% το 2020 και θα παραμείνει πάνω από το 200% το 2021 (στο 200,5%), για να μειωθεί στο 187,3% το 2022 και να ακολουθήσει πορεία περαιτέρω μείωσης τα επόμενα χρόνια.
Σχετικά με τις παγκόσμιες δημοσιονομικές εξελίξεις, το Ταμείο επισημαίνει τις βαριές επιπτώσεις της πανδημίας, σημειώνοντας, πάντως, ότι οι αντιδράσεις των κρατών στις νέες συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία συνέβαλαν στην αποκατάσταση των ομαλών συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών, στη διατήρηση πρόσβασης στη χρηματοδότηση και περιόρισαν την αρνητική προσαρμογή στην απασχόληση, την οικονομική δραστηριότητα και τις συνθήκες διαβίωσης. Το δημοσιονομικό τίμημα ήταν βαρύ, καθώς το συνολικό μέγεθος και η ταχύτητα των μέτρων ήταν άνευ προηγουμένου και το κόστος τους ανήλθε σε περίπου 12 τρισεκατομμύρια δολάρια σε παγκόσμιο επίπεδο.
Παρά την αύξηση του χρέους παγκοσμίως, η έκθεση επαναλαμβάνει τη σημασία της αποφυγής πρόωρης απόρσης των μέτρων δημοσιονομικής στήριξης και υποστηρίζει τις δημόσιες επενδύσεις. Όπως σημειώνεται, πριν από την πανδημία, το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος ήταν ήδη υψηλό και αυξανόταν στις περισσότερες χώρες, φθάνοντας το 225% του ΑΕΠ το 2019, 30 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το επίπεδο όπου βρισκόταν πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Το παγκόσμιο δημόσιο χρέος αυξήθηκε ταχύτερα κατά την περίοδο αυτή, στο 83% του ΑΕΠ το 2019.
Το 2020, το παγκόσμιο χρέος της γενικής κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα κάνει ένα άνευ προηγουμένου άλμα μέχρι σχεδόν το 100% του ΑΕΠ, τονίζει το Ταμείο. Η σημαντική αύξηση του πρωτογενούς ελλείμματος και η απότομη συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας, κατά 4,7%, είναι οι κύριοι παράγοντες αυτής της εξέλιξης. Όμως, όπως υπογραμμίζεται, το 2020 είναι ένα ιδιαίτερο έτος όσον αφορά το χρέος, το οποίο αναμένεται να σταθεροποιηθεί στο περίπου 100% του ΑΕΠ έως το 2025, χάρη στα πολύ χαμηλά επιτόκια. Συνεπώς, τονίζεται με ιδιαίτερη έμφαση, αυτά τα υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους δεν συνιστοούν άμεσο κίνδυνο. Έτσι, η βραχυπρόθεσμη προτεραιότητα είναι η αποφυγή πρόωρης ανάκλησης της δημοσιονομικής στήριξης. Υποστήριξη θα απαιτηθεί και το 2021, για τη διατήρηση της ανάκαμψης και των περιορισμό των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων στην οικονομία.
Το Ταμείο τάσσεται υπέρ των δημόσιων επενδύσεων, τονίζοντας ότι οι νέες επενδύσεις στην υγειονομική περίθαλψη, την κοινωνική στέγαση, την ψηφιοποίηση, την προστασία του περιβάλλοντος θα θέσουν τη βάση για μια πιο ανθεκτική και χωρίς αποκλεισμούς οικονομία. Όπως υπογραμμίζει ο Βιτόρ Γκάσπαρ, διευθυντής του τμήματος Δημοσιονομικών Θεμάτων του ΔΝΤ, εκτιμάται πως οι δημόσιες επενδύσεις έχουν πολύ σημαντικά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα, καθώς υπολογίζεται ότι για κάθε 1% του ΑΕΠ δημόσιας επένδυσης στις ανεπτυγμένες και αναδυόμενες οικονομίες, η αύξηση του ΑΕΠ μπορεί να φθάνει και τις 2,7 μονάδες, ενώ τονώνεται κατά 10% η ιδιωτική επενδυτική δραστηριότητα και δημιουργούνται άμεσα και έμμεσα 20 - 33 εκατ. θέσεις εργασίας.