Νέες εντάσεις προκαλεί η προσπάθεια της Κίνας ουσιαστικά να καταργήσει την αυτονομία του Χονγκ Κονγκ, οδηγώντας παράλληλα σε πτώση τις διεθνείς αγορές και αποτελώντας έναν ακόμη παράγοντα κόντρας με τις ΗΠΑ.
Βάσει πρότασης νέου νόμου που κατατέθηκε στην κινεζική Εθνοσυνέλευση, στο Χονγκ Κονγκ θα μπορούν, πλέον, να έχουν το δικαίωμα «λειτουργίας» οι μυστικές υπηρεσίες της Κίνας, οι οποίες θα ελέγχουν την εφαρμογή των νόμων και θα «βοηθούν» τις τοπικές αρχές να πατάξουν φαινόμενα «αναρχισμού και διαθέσεων απόσχισης».
Η ανακοίνωση αυτή, η οποία όπως ήταν φυσικό έτυχε οργισμένης υποδοχής από τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και όσους συμμετείχαν στις διαμαρτυρίες των προηγούμενων μηνών στο Χονγκ Κονγκ, άφησε το αποτύπωμά της και στις αγορές.
Ο δείκτης Hang Seng του χρηματιστηρίου του Χονγκ Κονγκ, υποχώρησε 5,7% (η μεγαλύτερη ημερήσια πτώση από τον Ιούλιο του 2015), ενώ σημαντικές πιέσεις δέχθηκαν και οι ευρωπαϊκές αγορές, λόγω της ανησυχίας των επενδυτών για νέες ταραχές σε μία περιοχή που αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα χρηματοοικονομικά κέντρα της Άπω Ανατολής.
Πάντως η ηγέτης του Χονγκ Κονγκ, Κάρι Λαμ ανακοίνωσε ότι η κυβέρνησή της «θα συνεργαστεί πλήρως με τις κινεζικές αρχές», προσθέτοντας ότι το νέο νομοσχέδιο «δεν επηρεάζει δικαιώματα, ελευθερίες και την ανεξαρτησία του δικαστικού συστήματος».
Η προτεινόμενη νομοθεσία θα μπορούσε να αυξήσει τις εντάσεις μεταξύ του Πεκίνου και της Ουάσινγκτον, των οποίων η σχέση έχει ήδη επηρεαστεί από εμπορικές διαφορές και αμοιβαίες κατηγορίες για την πανδημία.
Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ προειδοποίησε πως η Ουάσινγκτον θα αντιδράσει «πολύ έντονα» εάν το Πεκίνο προχωρήσει με τον νόμο περί ασφάλειας. Μια προηγούμενη προσπάθεια να υιοθετηθεί παρόμοια νομοθεσία το 2003 βρέθηκε αντιμέτωπη με έντονες διαμαρτυρίες και τελικά δεν εφαρμόστηκε μετά από πολυήμερες διαδηλώσεις.