Η κατάρρευση της γερμανικής κυβέρνησης φαίνεται ότι δεν ξάφνιασε κανέναν και σίγουρα όχι τους αρχηγούς των τριών κομμάτων που την απαρτίζουν, καθώς εξ αρχής γνώριζαν τις μεγάλες διαφορές τους.
Άλλωστε, από την ώρα του σχηματισμού της οι αναλυτές ξεκίνησαν τα στοιχήματα για το πότε θα επέλθει η διάλυσή της, η οποία, προς τιμήν των συμμετεχόντων στη συγκυβέρνηση, τελικά έγινε λίγους μήνες πριν από τη λήξη της θητείας της.
Οι πρόωρες εκλογές τον Μάρτιο του 2025 θεωρούνται βέβαιες -κανονικά ήταν προγραμματισμένες τον Σεπτέμβριο του 2025- με το μεγαλύτερο πρόβλημα να είναι ότι η πολιτική αστάθεια καταγράφεται όχι μόνο σε μία εποχή που η γερμανική οικονομία παραπαίει αλλά και που στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού ετοιμάζεται να αναλάβει την εξουσία ο Ντόναλντ Τραμπ.
Ορισμένοι πολιτικοί παρατηρητές υποστηρίζουν, ωστόσο, ότι η κατάρρευση της κυβέρνησης θα μπορούσε να αποδειχθεί καλή είδηση. Ο συνασπισμός των Σοσιαλδημοκρατών, των Πρασίνων και των Ελεύθερων Δημοκρατών ήταν η πιο δυσλειτουργική, διστακτική και διχασμένη γερμανική κυβέρνηση των τελευταίων δεκαετιών. Τα μέλη του συνασπισμού εργάστηκαν ενεργά το ένα εναντίον του άλλου για τις υποθέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη βοήθεια προς την Ουκρανία, την πολιτική για την Κίνα και την οικονομική μεταρρύθμιση.
Μετά τις εθνικές εκλογές του 2021 στη Γερμανία, τα τρία κόμματα διακήρυξαν «μια νέα αρχή» για να σπάσουν τη μεταρρυθμιστική στασιμότητα της εποχής Μέρκελ. Στη συνέχεια, αφού η Ρωσία ξεκίνησε την πλήρους κλίμακας εισβολή της στην Ουκρανία το 2022, υποσχέθηκαν μια αναμέτρηση με το παλιό επιχειρηματικό μοντέλο της Γερμανίας, το οποίο εξαρτιόταν από τη Ρωσία για φθηνό φυσικό αέριο, την Κίνα για αυξανόμενες εξαγωγές και επενδύσεις και τις Ηνωμένες Πολιτείες για στρατιωτική προστασία.
Δύο χρόνια μετά, ακόμη και οι πιο αισιόδοξοι θα δυσκολεύονταν να δουν το ποτήρι της αλλαγής έστω και μισογεμάτο. Αντί να αναδειχθεί σε ηγέτη της Ευρώπης και της Δύσης, ο συνασπισμός παραιτήθηκε από την ηγεσία στην Ευρώπη, απέφυγε τις πιεστικές στρατηγικές αποφάσεις και επιδίωξε πρώτα τα στενά εθνικά συμφέροντα.
Όσον αφορά την Ουκρανία, η Γερμανία υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους δωρητές, κατέχει την πρώτη θέση στις δεσμεύσεις για παραδόσεις βαρέων όπλων, κατέχει τη δεύτερη θέση στη συνολική βοήθεια προς την Ουκρανία μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες (αν και μόνο τη 15η θέση με βάση τη βοήθεια ως ποσοστό του ΑΕΠ) και έχει δεχθεί τους περισσότερους Ουκρανούς πρόσφυγες από κάθε άλλη χώρα.
Πηγαίνοντας ενάντια στους εταίρους του στον συνασπισμό και σε αντίθεση με τους δικούς του ισχυρισμούς ότι βρίσκεται στο ίδιο μήκος κύματος με τους συμμάχους, ο Σολτς συνέχισε να απαγορεύει την παράδοση πυραύλων Taurus γερμανικής κατασκευής, ακόμη και αφού η Βρετανία, η Γαλλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες παρέδωσαν τους δικούς τους πυραύλους κρούσης μεγάλου βεληνεκούς. Και η υποστήριξη προς την Ουκρανία έχει περικοπεί και έχει τεθεί σε δεύτερη μοίρα στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό του 2025, με τη γερμανική κυβέρνηση να δηλώνει ότι τα δάνεια που εξασφαλίζονται από τους τόκους που κερδίζουν τα δεσμευμένα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία θα αντισταθμίσουν τις περικοπές.
Για τις δικές της αμυντικές δαπάνες, η Γερμανία έφτασε τελικά φέτος στο ελάχιστο όριο του 2% του ΑΕΠ που ορίζει το ΝΑΤΟ, αλλά το ειδικό ταμείο εκτός προϋπολογισμού που δημιουργήθηκε για να αυξήσει τις δαπάνες σε αυτό το επίπεδο θα εξαντληθεί το 2027. Ο τρόπος με τον οποίο το Βερολίνο σκοπεύει να χρηματοδοτήσει την άμυνα το 2028 και μετά είναι εντελώς ασαφής.
Στην Ευρώπη, η νυν γερμανική κυβέρνηση θεωρείται ως η πιο εσωστρεφής και μη συνεργάσιμη γερμανική ηγεσία εδώ και πολύ καιρό. Όχι μόνο το Βερολίνο επανέφερε μονομερώς τους συνοριακούς ελέγχους σε μια πανικόβλητη αντίδραση στους δεξιούς λαϊκιστές που ανέβηκαν στις δημοσκοπήσεις μετά από μια σειρά βίαιων επιθέσεων στις οποίες συμμετείχαν μετανάστες, αλλά και οι εκπρόσωποι της γερμανικής κυβέρνησης στην Ένωση απέχουν όλο και περισσότερο από τις ψηφοφορίες, επειδή τα τρία κόμματα του συνασπισμού δεν είχαν ενιαία θέση.
Τα ευρύτερα ευρωπαϊκά συμφέροντα έμοιαζαν να απουσιάζουν εντελώς από τους γερμανικούς υπολογισμούς- για παράδειγμα, όταν η Γερμανία ενώθηκε με την Ουγγαρία, τη Μάλτα, τη Σλοβακία και τη Σλοβενία για να ψηφίσει κατά της επιβολής δασμών στα κινεζικά ηλεκτρικά οχήματα. Και ο πρώην υπουργός Οικονομικών των Ελεύθερων Δημοκρατών Κρίστιαν Λίντνερ, τον οποίο ο Σολτς απέλυσε στις 6 Νοεμβρίου, ήταν ο πρώτος που είπε «όχι» στην πρόταση του πρώην προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι να αυξηθεί η ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα με επενδύσεις μεγάλης κλίμακας που χρηματοδοτούνται μέσω κοινού χρέους.
Μια «χρυσή» ευκαιρία;
Με τις πρόωρες εκλογές που αναμένονται στα τέλη Μαρτίου, θα είναι μια νέα ευκαιρία για τη Γερμανία να διεκδικήσει ηγετική θέση σε αυτά τα στρατηγικά ζητήματα. Εάν η ψηφοφορία διεξαγόταν σήμερα, το πιθανότερο αποτέλεσμα θα ήταν ένας μεγάλος συνασπισμός των κεντροδεξιών Χριστιανοδημοκρατών και των κεντροαριστερών Σοσιαλδημοκρατών -με τους πρώτους να αναδεικνύονται πρώτοι και να επιλέγουν τον καγκελάριο. Συλλογικά συγκεντρώνουν περίπου το 48% των ψήφων.
Ο Φρίντριχ Μερτς, πρόεδρος του κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών και πιθανός καγκελάριος ενός μεγάλου συνασπισμού, θα πετύχαινε επιτέλους τον στόχο της ζωής του, αφού είχε εκδιωχθεί από την πολιτική από τη Μέρκελ πριν από δύο δεκαετίες. Σε ό,τι αφορά την ασφάλεια, ο Μερτς έχει ήδη σηματοδοτήσει ότι είναι πιο φιλικός στην Ουκρανία από ό,τι ο Σολτς. Προκάλεσε δημοσίως τον Σολτς να παραδώσει στον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν ένα τελεσίγραφο: Σταματήστε να επιτίθεστε στις ουκρανικές πολιτικές υποδομές εντός 24 ωρών, αλλιώς η Γερμανία θα παραδώσει πυραύλους Taurus.
Παρόλο που ο Μερτς θα πρέπει να ακολουθήσει τη ρητορική του με πράξεις εάν και όταν μεταβεί πράγματι στην κυβέρνηση, ένας μεγάλος συνασπισμός θα μπορούσε επίσης να προσφέρει νέα δημοσιονομική ευελιξία για να υποστηρίξει τις αμυντικές δαπάνες και τη βοήθεια προς την Ουκρανία, καθώς και τα δύο κόμματα θα μπορούσαν να συμφωνήσουν να χαλαρώσουν τους δημοσιονομικούς περιορισμούς της Γερμανίας, στους οποίους αντιτάχθηκαν ο Λίντνερ και οι Φιλελεύθεροι.
Αυτό θα ήταν το είδος της ηγεσίας που περιμένουν οι Ευρωπαίοι εταίροι της Γερμανίας από το 2022, όταν ο Σολτς διακήρυξε μια «Zeitenwende» («μία νέα εποχή») στην ασφάλεια και την άμυνα, χωρίς ποτέ να φέρει σε πέρας την υπόσχεσή του.