Η κατάρρευση της γερμανικής κυβέρνησης συνασπισμού μπορεί να προκαλεί ένα δεύτερο σοκ στην Ευρώπη, μετά την εκλογή του Ντ. Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, αλλά όλα δείχνουν ότι οι Γερμανοί πολίτες μάλλον το περίμεναν, ενώ οι Γερμανοί επενδυτές φαίνεται να… χαίρονται με τις εξελίξεις, καθώς ο DAX είναι ο ευρωπαϊκός δείκτης που εμφανίζει τα μεγαλύτερα κέρδη, τα οποία ξεπερνούν το 1%.
Οικονομικοί και πολιτικοί αναλυτές τονίζουν ότι επρόκειτο για ένα χρονικό προαναγγελθέντος θανάτου, με τα τρία κόμματα του συνασπισμού – Σοσιαλδημοκράτες (SPD), Φιλελεύθεροι (FDP) και Πράσινοι – να έχουν διαφορετικές απόψεις σε πολλά θέματα. Ένα από τα βασικά, δε, ήταν το περίφημο φρένο χρέους, το οποίο είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο στη Γερμανία, με τον καγκελάριο Όλαφ Σολτς να τίθεται υπέρ του «σπασίματός» του, ενώ αντίθετα ο επικεφαλής του FDP και «απολυμένος» υπ. Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ ύψωσε ανάχωμα σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Σύμφωνα με ανάλυση της Deutsche Welle οι πρώτες ρωγμές του συνασπισμού εμφανίστηκαν τον Νοέμβριο του 2023, όταν το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο κήρυξε αντισυνταγματικά τμήματα της δημοσιονομικής πολιτικής της κυβέρνησης. Αυτό στέρησε από τον συνασπισμό ένα βιώσιμο οικονομικό σχέδιο και στη συνέχεια έδειξε πιο ξεκάθαρα τις διαφορές μεταξύ των κομμάτων που τον απαρτίζουν. Το ανώτατο δικαστήριο της Γερμανίας απεφάνθη κατά των σχεδίων της κυβέρνησης να καλύψει ελλείμματα του προϋπολογισμού με κονδύλια που προορίζονταν για δράσεις για το κλίμα. Η δικαστική απόφαση άφησε στον γερμανικό προϋπολογισμό μία «τρύπα» 60 δισ. ευρώ.
Οι βασικές πολιτικές πεποιθήσεις των τριών κομμάτων δεν ταίριαζαν εξαρχής μεταξύ τους. Το SPD και οι Πράσινοι είναι ουσιαστικά κεντροαριστερά κόμματα που πιστεύουν σε ένα ισχυρό κράτος και απαιτούν πολλά χρήματα για την κοινωνική πολιτική και την προστασία του κλίματος.
Το οικονομικά φιλελεύθερο FDP έχει την αντίθετη άποψη, καθώς πιστεύει σε ένα λιτό κράτος που θα πρέπει να παρεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και να ασκεί πολύ προσεκτική οικονομική πολιτική. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, το κόμμα υποσχέθηκε να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό και να τηρήσει το φρένο χρέους που κατοχυρώνεται στο σύνταγμα της Γερμανίας.
Η ανακατανομή του ταμείου με κεφάλαια που είχαν συγκεντρωθεί για την αντιμετώπιση της πανδημίας επέτρεψε να ξεπεραστούν αυτές οι διαφορές και να συμφωνηθεί ένα οικονομικό σχέδιο, καθώς κατέστησε δυνατή την εξοικονόμηση χρημάτων στον προϋπολογισμό και την παράλληλη δαπάνη χρημάτων για το κοινωνικό κράτος αλλά και την κλιματική αλλαγή.
Στόχος ήταν η Γερμανία να γίνει πρωτοπόρος στην προστασία του κλίματος και 400.000 νέες κατοικίες θα κατασκευάζονταν κάθε χρόνο. Το κράτος πρόνοιας επρόκειτο να εκσυγχρονιστεί, η στήριξη των ανέργων επρόκειτο να αναμορφωθεί σε εισόδημα του πολίτη και η βασική προστασία για τα παιδιά και οι συντάξεις γήρατος επρόκειτο να χρηματοδοτηθούν εν μέρει μέσω επενδύσεων στο χρηματιστήριο για τη σταθεροποίηση του επιπέδου των συντάξεων, ο κατώτατος μισθός επρόκειτο να αυξηθεί, όπως και οι δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη.
Βέβαια καμία κυβέρνηση δεν είχε αντιμετωπίσει ποτέ στο παρελθόν τόσο μεγάλες προκλήσεις. Η πανδημία κράτησε αρκετό χρονικό διάστημα, η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, οι προμήθειες φυσικού αερίου και πετρελαίου πάγωσαν και η Γερμανία διολίσθησε σε ενεργειακή κρίση.
Τα ρήγματα στον συνασπισμό
Το πρώτο βαθύ ρήγμα στον συνασπισμό ήρθε όταν ο υπουργός Οικονομικών Κ. Λίντνερ εμφανίστηκε στα μέσα ενημέρωσης με την ιδέα να χορηγηθεί στους οδηγούς έκπτωση στη βενζίνη και το πετρέλαιο κίνησης για να αντισταθμιστεί η εκτίναξη των τιμών στα ύψη. Το Κόμμα των Πρασίνων αιφνιδιάστηκε, αντέδρασε με οργή σε αυτές τις προτάσεις και το κατέστησε σαφές δημοσίως.
Από τότε οι συγκρούσεις αυξήθηκαν. Είτε επρόκειτο για νέα νομοθεσία για τη μετάβαση των συστημάτων θέρμανσης στα σπίτια από τα ορυκτά καύσιμα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, είτε για το νέο εισόδημα του πολίτη, τη διατήρηση του φρένου στο χρέος, την τροποποίηση των μεταναστευτικών νόμων - οι αντιπαλότητες ξέσπασαν για τα πάντα. Οι ψηφοφόροι αντέδρασαν, με τα ποσοστά αποδοχής της κυβέρνησης να είναι τα χαμηλότερα στην ιστορία της ομοσπονδιακής δημοκρατίας της Γερμανίας.
Το σχέδιο προϋπολογισμού για το 2025 κατατέθηκε στην κάτω βουλή του κοινοβουλίου, την Μπούντεσταγκ, με ένα κενό περίπου 12 δισεκατομμυρίων ευρώ. Στη συνέχεια διεξήχθησαν περιφερειακές εκλογές στην ανατολική Γερμανία τον Σεπτέμβριο του 2024. Τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά. Ποτέ άλλοτε τα κόμματα που κυβερνούν σε ομοσπονδιακό επίπεδο δεν είχαν τόσο κακές επιδόσεις σε επίπεδο κρατιδίων όσο το SPD, οι Πράσινοι και το FDP στη Θουριγγία και τη Σαξονία. Το FDP δεν κατάφερε καν να μπει σε κανένα από τα κοινοβούλια των κρατιδίων.
Μετά τις εκλογές αυτές, ο Λίντνερ έθεσε τελεσίγραφο και ζήτησε «φθινόπωρο αποφάσεων». Επέμεινε ότι ακόμη και αμφιλεγόμενα νομοθετικά σχέδια έπρεπε να προωθηθούν γρήγορα. Το κλίμα έγινε καταστροφικό. Η συμπρόεδρος του SPD, Σάσκια Έσκεν κατηγόρησε τους πολιτικούς του FDP ότι είναι σκόπιμα προκλητικοί, επειδή προσπαθούν «απεγνωσμένα» να αποκτήσουν φήμη. Η ίδια χλεύασε προσωπικά τον Λίντνερ: «Αυτό το ταχυδακτυλουργικό παιχνίδι με ημερομηνίες και τελεσίγραφα είναι έκφραση της φύσης ενός τζογαδόρου», είπε.
Τον Οκτώβριο, ο Λίντνερ προχώρησε ακόμη περισσότερο και διατύπωσε έναν κατάλογο αιτημάτων στον οποίο ουσιαστικά κατήγγειλε ολόκληρη την οικονομική και χρηματοπιστωτική πολιτική του συνασπισμού. Το SPD και οι Πράσινοι έκαναν λόγο για προβοκάτσια και υποψιάζονταν ήδη σε αυτό το σημείο ότι ο Λίντνερ προσπαθούσε να ωθήσει τον Σολτς να τον απολύσει.
Τελικά τα κατάφερε και ο Σολτς ζητά στις 15 Ιανουαρίου να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Bundestag, διαφορετικά θα υπάρξουν πρόωρες εκλογές, οι οποίες τοποθετούνται το αργότερο έως τα τέλη Μαρτίου 2025, σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο της χώρας.