Αντιμέτωπο με μία χαμένη 10ετία οικονομικής ανάπτυξης βρίσκεται το Ισραήλ, με δεδομένο ότι ο πόλεμος στη Γάζα είναι ο πιο ακριβός που έχει διεξάγει ποτέ η χώρα, με το κόστος του να τοποθετείται στα 250 δισ. σέκελ (67,4 δισ. δολάρια) και στο δ’ τρίμηνο του 2023 η συρρίκνωση του ΑΕΠ έφτασε στο 21,7%.
Μία από τις βασικές αιτίες είναι η εκτίναξη των αμυντικών δαπανών. Πριν από τον πόλεμο βρίσκονταν στο χαμηλότερο επίπεδο όλων των εποχών, στο 4,5% του ΑΕΠ. Πρόκειται να διπλασιαστούν φέτος στο 9%, σύμφωνα με τον Μ. Τράζτενμπεργκ, ομότιμο καθηγητή στο τμήμα οικονομικών του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ. Συγκριτικά, η αναλογία είναι 3,4% για τις ΗΠΑ και 1,5% για τη Γερμανία, σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσε το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης. «Το αποφασιστικό τεστ θα είναι η ικανότητα της κυβέρνησης να μειώσει τον λόγο των αμυντικών δαπανών προς το ΑΕΠ και πάλι σε λογικά επίπεδα μέσα σε αρκετά χρόνια», όπως εκτιμά, καθώς «διαφορετικά, μπορεί να διολισθήσουμε πίσω σε μια ακόμη χαμένη δεκαετία».
Τα τελευταία 15 χρόνια, το Ισραήλ πέτυχε εντυπωσιακή ανάπτυξη. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ του Ισραήλ έχει αυξηθεί πάνω από εκείνο της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιαπωνίας. Ο αριθμός των πολυεθνικών εταιρειών με δραστηριότητες στη χώρα έχει αυξηθεί σε περισσότερες από 400, από λιγότερες από 150. Ο Ντ. Μπροντέτ, πρώην γενικός διευθυντής του υπουργείου Οικονομικών, λέει ότι το Ισραήλ εισήλθε στην τρέχουσα σύγκρουση με ένα μεγάλο απόθεμα συναλλάγματος και χαμηλό εθνικό χρέος, με αναλογία χρέους προς ΑΕΠ περίπου 62%, που τώρα αναμένεται να αυξηθεί στο 67%.
Παρ' όλα αυτά, ορισμένοι ειδικοί προειδοποιούν ότι το σερί ανάπτυξης της χώρας -μια πορεία άνω των δύο δεκαετιών, που διακόπηκε μόνο από την πανδημία- κινδυνεύει. Ίσως ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι η αντιστροφή των επενδυτικών ροών προς τον τόσο σημαντικό τομέα της τεχνολογίας, εάν οι διεθνείς κολοσσοί αποσύρουν επενδύσεις τους και οι νεοφυείς επιχειρήσεις μετακινηθούν σε άλλες περιοχές σε αναζήτηση εργατικού δυναμικού. «Δεν μπορούμε καν να αρχίσουμε να μετράμε πόσοι άνθρωποι αποφάσισαν να μην επενδύσουν στο Ισραήλ βραχυπρόθεσμα, πόσο μάλλον σε μόνιμη βάση», εκτιμά ο Νταν Μπεν-Νταβίντ, κορυφαίο στέλεχος του Ινστιτούτου Shoresh.
«Σε αντίθεση με σχεδόν κάθε άλλο πόλεμο στην ιστορία μας, ο τελευταίος δεν πρόκειται να είναι ένα σύντομο επεισόδιο από το οποίο θα μπορέσουμε να ανακάμψουμε γρήγορα», σπεύδει να προσθέσει ο Γκαντ Γιαΐρ, κοινωνιολόγος στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ. «Αυτό θα τραβήξει για τουλάχιστον δύο με τρία χρόνια, καθώς θα σκεφτούμε πώς θα υπερασπιστούμε τα σύνορά μας». Εκτός από τη Χαμάς, η οποία θεωρείται τρομοκρατική οργάνωση από τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Ισραήλ αντιμετωπίζει απειλές για την ασφάλεια από τις υποστηριζόμενες από το Ιράν οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένης της Χεζμπολάχ στον Λίβανο και των Χούθι της Υεμένης.
Ο Ζβι Έκστάιν του Πανεπιστημίου Reichman λέει ότι η διατήρηση της επιτυχίας του Ισραήλ ως εξαγωγέα τεχνολογίας εξαρτάται από τη συνεχή επένδυση στο υψηλής ποιότητας εργατικό δυναμικό της χώρας. Ωστόσο, είναι ακριβώς τομείς όπως η εκπαίδευση και η υγεία, όπου το Ισραήλ ήδη υποεπενδύει σε σύγκριση με τις ανεπτυγμένες οικονομίες, μαζί με τις μεταφορές και την πρόνοια, που θα αποτελέσουν στόχο για περικοπές δαπανών τα επόμενα χρόνια, καθώς οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής επιδιώκουν να απελευθερώσουν κονδύλια για στρατιωτικές αναβαθμίσεις.
Ο Καρνίτ Φλουγκ, πρώην διοικητής της Τράπεζας του Ισραήλ, ο οποίος τώρα εργάζεται στο Ινστιτούτο Δημοκρατίας του Ισραήλ, λέει ότι, δεδομένου ότι η εμπιστοσύνη του κοινού στην κεντρική κυβέρνηση είναι τόσο χαμηλή, οι προϋπολογισμοί για την εκπαίδευση και την πρόνοια θα πρέπει να μεταφερθούν στους δήμους, στους οποίους θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη εξουσία για την παροχή υπηρεσιών.
Η κυβέρνηση έχει κάνει κάποιες μέτριες περικοπές στις δαπάνες μέχρι στιγμής και έχει εισαγάγει νέους φόρους, αλλά βασίζεται κυρίως στις πωλήσεις ομολόγων για να καλύψει το διευρυνόμενο δημοσιονομικό κενό - μια φόρμουλα που οι οικονομολόγοι χαρακτηρίζουν μη βιώσιμη.
Οι δημοσιονομικές πιέσεις που προκλήθηκαν από τον πόλεμο επιτείνουν τις διαιρέσεις εντός της ισραηλινής κοινωνίας, όπου τα δύο ανώτερα τμήματα του πληθυσμού συνεισφέρουν το 60% του συνόλου των εσόδων από άμεσους φόρους. Αυτοί οι εισοδηματίες αποτελούν επίσης τον πυρήνα της στρατιωτικής εφεδρείας. Όταν η Χαμάς επιτέθηκε και περίπου 300.000 έφεδροι έσπευσαν να φορέσουν στολή, η βιομηχανία τεχνολογίας βρέθηκε ξαφνικά να έχει έλλειψη εργατικού δυναμικού, ενώ οι επιχειρήσεις στην περιοχή του Τελ Αβίβ και γύρω από αυτήν έχασαν μερικούς από τους καλύτερους πελάτες τους.
Ο πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου δέχεται όλο και περισσότερες πιέσεις να μειώσει ορισμένα από τα δισεκατομμύρια σέκελ σε δαπάνες που έχει δεσμεύσει για τα υπερορθόδοξα και δεξιά κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού του. Μια επιστολή προς την κυβέρνηση που υπογράφεται από δεκάδες οικονομολόγους προειδοποιεί για ένα «σπιράλ κατάρρευσης» στο οποίο οι καλύτερα μορφωμένοι, υψηλόμισθοι πολίτες του Ισραήλ επιλέγουν να μεταναστεύσουν αντί να επωμιστούν το βάρος της υποστήριξης των υπερορθόδοξων και των πολυμελών οικογενειών τους. Ζητά τον τερματισμό της δημόσιας στήριξης των σχολείων που δεν εκπαιδεύουν τους μαθητές για τη σύγχρονη αγορά εργασίας και την κατάργηση της απαλλαγής από τη στρατιωτική στράτευση για τους υπερορθόδοξους.
Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι θα χρειαστούν εκλογές για να επιβληθούν τέτοιες αλλαγές. Αλλά ενώ πολλοί πιστεύουν ότι ακόμη και εάν ο Νετανιάχου χάσει σε μελλοντικές εκλογές, ο διάδοχός του θα είναι αναγκασμένος εκ των πραγμάτων να συγκυβερνήσει με δεξιά κόμματα και ως εκ τούτου δύσκολα θα προχωρήσει στις αλλαγές που ζητούνται. Όπως σημειώνει ο Μπροντέτ, «αν στην επόμενη κυβέρνηση κυριαρχήσουν επίσης οι εξτρεμιστές και οι υπερορθόδοξοι, μπορεί να αντιμετωπίσουμε όχι μία χαμένη δεκαετία, αλλά πολλές».