Τελικώς το 2023 θα μείνει στην ιστορία ως η χρονιά που έφερε το σπάσιμο της φούσκας της αγοράς πολυτελών αγαθών, με την σημαντική μείωση του ρυθμού ανάπτυξης του κλάδου, αλλά και την αναθεώρηση των εκτιμήσεων για την εξέλιξη των μεγεθών του φέτος να χαρακτηρίζουν το τελευταίο τρίμηνο του έτους.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, ο κλάδος συνολικά κατέγραψε αύξηση κατά 8% το 2023, συγκριτικά με το 2022, αγγίζοντας σε αξία τα 362 δισ ευρώ και τερματίζοντας ένα σερί τριών ετών κατά τα οποία οι ρυθμοί ανάπτυξης άγγιζαν το 20% ετησίως κατά μέσο όρο. Επιπλέον, το 2023 για πρώτη φορά την τελευταία επταετία οι μετοχές των μεγάλων ομίλων πολυτελών αγαθών δεν ξεπέρασαν τις ευρύτερες επιδόσεις των διεθνών χρηματαγορών, προκαλώντας ανησυχία για το μέλλον σε αναλυτές κι επενδυτές.
Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά εκπρόσωποι του κλάδου, η χρονιά που μόλις ολοκληρώθηκε έφερε την επανασύνδεση μεταξύ των ευκατάστατων καταναλωτών -που μέχρι πρότινος ξόδευαν χωρίς δεύτερη σκέψη- με την πραγματική οικονομία. Ταυτόχρονα, ήταν και η χρονιά κατά την οποία η σχετική επιβράδυνση παρατηρήθηκε σχεδόν παντού, μην αφήνοντας ιδιαίτερα περιθώρια αισιοδοξίας για την κάλυψη των απωλειών μίας αγοράς, από μία άλλη.
Μία σειρά από παράμετροι ευθύνονται για αυτό το φαινόμενο, με τους δύο κυριότερους ωστόσο να σχετίζονται με την Κίνα, την ατμομηχανή της αγοράς πολυτελών αγαθών. Αφενός η ανάπτυξη εντός της κινεζικής αγοράς παρέμεινε σε θετικό έδαφος την χρονιά που πέρασε, όμως σημαντικά ψαλιδισμένη σε σχέση με τα επίπεδα που βρισκόταν την προηγούμενη τριετία, κι υπολειπόμενη του ρυθμού ανάπτυξης της αμερικανικής αγοράς. Αφετέρου, οι ταξιδιωτικές δαπάνες των Κινέζων τουριστών επί ευρωπαϊκού κι αμερικανικού εδάφους μακράν απέχουν από τα επίπεδα που βρίσκονταν προ της πανδημίας, για τον απλούστατο λόγο ότι τα ίδια τα ταξίδια έχουν καταστεί πολύ ακριβότερα. Με λίγα λόγια, οι ορδές Κινέζων τουριστών έξω από τα μεγάλα πολυκαταστήματα των ευρωπαϊκών πρωτευουσών έχουν σαφώς περιοριστεί.
Τα «σύννεφα» πάντως πάνω από την αγορά πολυτελών αγαθών ήταν ήδη ορατά από το τρίτο τρίμηνο του 2023, με χαρακτηριστικό το παράδειγμα της βρετανικής φίρμας Burberry, η οποία είχε προειδοποιήσει ήδη από τον περασμένο Νοέμβριο για την αδυναμία της να επιτύχει τους στόχους κερδοφορίας για το τρέχον έτος. Πριν λίγες ημέρες, ήρθε και η επιβεβαίωση των προειδοποιήσεων, καθώς η εταιρεία ανακοίνωσε ότι τα κέρδη της για την δωδεκάμηνη χρήση που λήγει στο τέλος του Μαρτίου θα κυμανθούν μεταξύ 410 εκατ και 460 εκατ στερλίνες, έναντι αρχικής εκτίμησης για εύρος διακύμανσης μεταξύ 552 εκατ και 668 εκατ στερλίνες.
Η εταιρεία διαπίστωσε επιβράδυνση της ζήτησης σε όλες σχεδόν τις αγορές όπου δραστηριοποιείται, με τα συνολικά έσοδα να μειώνονται κατά 7% το τρίτο τρίμηνο της χρήσης και την αμερικανική αγορά να καταγράφει την δυσμενέστερη μεταβολή, σε ποσοστό -15% συγκριτικά με το προηγούμενο έτος. Πτωτικά κινήθηκε και η περιοχή Ευρώπης και Μέσης Ανατολής, με τις πωλήσεις της Burberry να υποχωρούν κατά 5%, ενώ μόνο η περιοχή Ασίας-Ειρηνικού είχε θετική μεταβολή κατά 3%.
Την κάμψη της αγοράς πολυτελών αγαθών συνολικά επιβεβαίωσε με πρόσφατες δηλώσεις του στους Financial Times και ο πρόεδρος του γαλλικού οίκου Chanel, Bruno Pavlovsky, αναφέροντας μάλιστα ότι το 2024 θα είναι ακόμη δυσκολότερο. Ο ίδιος ωστόσο ανέφερε ότι η κάμψη είναι φυσιολογική εξέλιξη, εκτιμώντας ότι ο κλάδος δεν μπορεί να κινείται διαρκώς με διψήφιο ποσοστό ανάπτυξης. Πρέπει να σημειωθεί πάντως ότι ακόμη και στον ιστορικό γαλλικό οίκο, η επιβράδυνση έχει επιφέρει ανακατατάξεις κι αποχωρήσεις.
Σύμφωνα με το Blloomberg, ο επικεφαλής για την ιαπωνική αγορά επί τέσσερις δεκαετίες Richard Collasse, μαζί με άλλα στελεχη όπως η John Galantic ο οποίος επέβλεπε την ψηφιακή παρουσία της Chanel τα τελευταία 16 έτη και ο Olivier Nicolay, ο οποίος επόπτευε τις αγορές της Βρετανίας, του Καναδά και της Λατινικής Αμερικής τα τελευταία 30 έτη αποχώρησαν το τελευταία εξάμηνο, σηματοδοτώντας την ανάγκη αλλαγής στρατηγικής για το δημοφιλές brand.
Το τέλος του 2023 έφερε ανακατατάξεις και σε άλλους μεγάλους παίκτες της αγοράς πολυτελών αγαθών, όπως τα φυσικά και ηλεκτρονικά πολυκαταστήματα, με χαρακτηριστικότερο το παράδειγμα της πλατφόρμας Farfetch. Η εταιρεία διασώθηκε στο παρά ένα της χρεοκοπίας, από τον νοτιοκορεατική όμιλο Coupang και την Greenoaks Capital Partners, περνώντας στο χαρτοφυλάκιο του πρώτου έναντι 500 εκατ δολαρίων, κι αφού προηγουμένως η μετοχή της είχε βυθιστεί κατά 97% από τα ιστορικά υψηλότερα επίπεδα διαπραγμάτευσής της το καλοκαίρι του 2022.
Τα δημοφιλή αμερικανικά πολυκαταστήματα Saks Fifth Avenue χρειάστηκαν μέσα στον Δεκέμβριο έκτακτη χρηματοδότηση ύψους 340 εκατ δολαρίων από την μητρική εταιρεία Hudson’s Bay, καθώς είχαν συσσωρεύσει οφειλές μηνών για παραγγελίες που κινδύνευαν να μην φθάσουν ποτέ στα χριστουγεννιάτικα ράφια τους. Στο χείλος του γκρεμού βρέθηκαν και τα πολυκαταστήματα Macy’s, καθώς η μετοχή τους βρέθηκε σε ιστορικό χαμηλό τριετίας στο τέλος του έτους, παρακινώντας πρόσφατα ομάδα επενδυτών να προσφερθεί να τα εξαγοράσει, έναντι 5,8 δισ δολαρίων.
Με αυτά τα δεδομένα, οι τελευταίες αναλύσεις της Bain και της Citi τοποθετεί ακόμη χαμηλότερα τον πήχη για την ανάπτυξη της αγοράς πολυτελών αγαθών φέτος, εκτιμώντας ότι ο ρυθμός θα περιοριστεί ακόμη περισσότερο, κυμαινόμενος μεταξύ 4% και 6% συγκριτικά με το 2023, ποσοστό που απλώς θα καλύψει την σημαντική αύξηση του λειτουργικού κόστους για τις ίδιες τις εταιρείες, εξαιτίας του πληθωρισμού. Σε κάθε περίπτωση πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι αυτές οι επιδόσεις είναι οπωσδήποτε καλύτερες από τις αναμενόμενες για την βιομηχανία της μόδας εν συνόλω, με την McKinsey να την τοποθετεί μεταξύ 2% και 4% φέτος.