Ας μην περιμένουμε να τριτώσει το κακό, η κυβέρνηση πρέπει να παρέμβει το συντομότερο για να δώσει λύση: το σύστημα οικονομικών ελέγχων σε εισηγμένες όπου υπάρχουν ενδείξεις τέλεσης σοβαρών ατασθαλιών έχει αποδειχθεί ήδη σε δύο περιπτώσεις ότι «μπάζει νερά» και, με τον τρόπο που είναι στημένο, θα συνεχίσει στο μέλλον να οδηγεί σε ελεγκτικές παρωδίες, πλήττοντας το κύρος της ελληνικής αγοράς, ακριβώς την ώρα που πρέπει να αποκατασταθεί, ώστε να μην φοβούνται οι εισερχόμενοι επενδυτές ότι κάποιος αετονύχης μπορεί εύκολα να εξαφανίσει τα κεφάλαιά τους.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εύλογα, δεν παρακολουθεί άμεσα την οικονομική διαχείριση στις εισηγμένες εταιρείες. Βασίζεται στην πληροφόρηση που παρέχουν οι ορκωτοί ελεγκτές. Όταν αυτό απαιτείται, όπως συνέβη το τελευταίο διάστημα στις περιπτώσεις της Folli Follie και της Creta Farms, η Επιτροπή δίνει εντολή στις εισηγμένες να αναθέτουν σε ελεγκτικούς οίκους ειδικές διαδικασίες οικονομικού ελέγχου, για να εντοπίζονται πιθανές ατασθαλίες.
Σε αυτό το σημείο, όμως, οι διαδικασίες έχουν μια τάση να αστοχούν. Για παράδειγμα, η διοίκηση της Folli Follie ανέθεσε στον οίκο Alvarez & Marsal να προχωρήσει σε forensic audit, κατά τη διεθνή ορολογία (δικαστικό έλεγχο), για να βρει τι ακριβώς είχε συμβεί στην «αμαρτωλή» θυγατρική του ομίλου στο Χονγκ Κονγκ. Αυτός ο έλεγχος, σε κανονικές συνθήκες, δεν εντοπίζει μόνο «αμαρτίες» λογιστικού χαρακτήρα, αλλά φθάνει και στο σημείο του εντοπισμού των υπευθύνων, γι' αυτό και είναι πολύτιμος για εποπτικές και δικαστικές αρχές. Τι συνέβη στην περίπτωση αυτή; Πράγματι, ο οίκος ολοκλήρωσε το αρχικό στάδιο του ελέγχου και εντόπισε... σημεία και τέρατα. Στο προκαταρκτικό αυτό πόρισμα στηρίχθηκαν για τις δικές τους κινήσεις η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και οι εισαγγελικές αρχές. Υπάρχει, όμως, και μια δυσάρεστη λεπτομέρεια: η διοίκηση της Folli Follie, στα τέλη του 2018, ανακοίνωσε τη διακοπή του ελέγχου, καθώς δεν θα συνέχιζε να καταβάλλει αμοιβές στην A&M για να ολοκληρώσει τον έλεγχό της, με τη δικαιολογία, μάλλον προσχηματική, ότι δυσκολευόταν να αντιμετωπίσει τη σχετική οικονομική επιβάρυνση.
Το ίδιο, περίπου, σενάριο βλέπουμε να επαναλαμβάνεται τώρα στην περίπτωση της Creta Farms. Ύστερα από καταγγελίες μετόχου ότι, μεταξύ άλλων, εκείνος εισέφερε εκατομμύρια στην εταιρεία και δεν έγιναν οι αντίστοιχες λογιστικές εγγραφές, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρενέβη και η εισηγμένη υποχρεώθηκε να αναθέσει σε ελεγκτικό οίκο, την Deloitte, να διενεργήσει έναν ειδικό οικονομικό έλεγχο, για να διαπιστωθούν πιθανές ατασθαλίες. Η σχετική ελεγκτική διαδικασία άρχισε τον Σεπτέμβριο και, κανονικά, το πόρισμα έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί, να έχει παραδοθεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και να έχει δοθεί στη δημοσιότητα. Αίφνης, όμως, πληροφορούμαστε τώρα από την εισηγμένη, ενώ έχουν περάσει πάνω από τρεις μήνες από την αρχική ανάθεση, ότι η διοίκησή της διαπραγματεύεται με τον ελεγκτικό οίκο για το ποσό της αμοιβής του, χωρίς να αποσαφηνίζεται πότε η αμοιβή θα πληρωθεί, ώστε να παραδοθεί το πόρισμα. Στο μεταξύ, οι πιστώτριες τράπεζες κινούν διαδικασίες για την εξυγίανση της εταιρείας με βάση τον Πτωχευτικό Κώδικα και με είσοδο νέου επενδυτή, παρότι η πραγματική οικονομική κατάσταση της εισηγμένης παραμείνει, το λιγότερο, «σκοτεινή».
Είναι ξεκάθαρο ότι αυτές οι διαδικασίες ενέχουν μια σοβαρή σύγκρουση συμφέροντος, που δεν επιτρέπει την αξιόπιστη και αποτελεσματική εφαρμογή τους. Όταν οι ίδιες οι εισηγμένες πληρώνουν τους ελεγκτές που καλούνται να αποκαλύψουν ατασθαλίες στη διαχείρισή τους, δεν είναι να απορεί κανείς αν αναζητούν κάθε είδους προσχήματα για να εμποδίσουν ή να καθυστερήσουν τους ελέγχους. Για να λειτουργήσει, όμως, σοβαρά και αξιόπιστα ένα χρηματιστήριο πρέπει να υπάρχει μια στοιχειώδης εγγύηση ότι θα αρχίζουν και θα ολοκληρώνονται οι ειδικοί οικονομικοί έλεγχοι, ώστε να εντοπίζονται οι περιπτώσεις διασπάθισης κεφαλαίων των επενδυτών και να αποδίδονται ευθύνες στους εμπλεκόμενους. Επιπλέον, η αποτελεσματική διενέργεια τέτοιων ελέγχων μπορεί να αυξήσει και τις πιθανότητες επιβίωσης μιας εισηγμένης, που έχει πέσει θύμα κακής διαχείρισης.
Μια απλή λύση, ίσως, θα ήταν να αναθέτει και να πληρώνει τους ελέγχους η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και να ανακτά εκ των υστέρων αυτή τη δαπάνη από τις ίδιες τις εισηγμένες. Ίσως να υπάρχουν και άλλες λύσεις που μπορούν να συζητηθούν. Πάντως, η κυβέρνηση, που έχει δηλώσει ότι θέλει να λάβει μέτρα για να αποκαταστήσει το κύρος της ελληνικής Κεφαλαιαγοράς, θα πρέπει να αντιμετωπίσει επειγόντως το πρόβλημα, καλύπτοντας αυτό το θεσμικό κενό. Αν τριτώσει το κακό με τους ελέγχους - παρωδία, οι διεθνείς επενδυτές θα πεισθούν ότι το ελληνικό Χρηματιστήριο είναι μια ζούγκλα χωρίς κανόνες και μηχανισμούς ελέγχου και δεν θα αισθάνονται πολύ άνετοι στην τοποθέτηση των πολύτιμων κεφαλαίων τους στην... κακόφημη Λεωφόρο Αθηνών.