Η χώρα μας είναι εξαρτημένη σε πολύ μεγάλο βαθμό από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα (πάνω από το 80% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας), με το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο να καλύπτουν μεγάλο κομμάτι της ενέργειας που χρησιμοποιούμε όχι μόνο στις μεταφορές και στη θέρμανση αλλά και στην ηλεκτροπαραγωγή. Μάλιστα, το εισαγόμενο φυσικό αέριο αποτελεί το βασικό καύσιμο στην ηλεκτροπαραγωγή (προσεγγίζει το 45%). Καθίσταται λοιπόν σαφές γιατί οι επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης μας επηρεάζουν τόσο πολύ, συγκριτικά με άλλες χώρες.
Η βραχυπρόθεσμη προσπάθεια σήμερα είναι να απεξαρτηθούμε γρήγορα από το ρωσικό φυσικό αέριο. Η μακροπρόθεσμη μεγάλη πρόκληση όμως είναι, στην προσπάθειας μας αυτή, να μην κλειδώσουμε σε νέο εισαγόμενο καύσιμο, όπως στο υγροποιημένο αμερικανικό σχιστολιθικό ή στο καταριανό. Ο εθνικός στόχος θα πρέπει να είναι πώς θα απεξαρτηθούμε συνολικά από τα εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα, ώστε να «ξεφύγουμε» από τα παιχνίδια κερδοσκοπίας και γεωπολιτικής ισχύος των αγορών τους.
Ο πιο γρήγορος και ασφαλής δρόμος σε αυτή την κατεύθυνση είναι η παραγωγή καθαρής ενέργειας και η προώθηση της εξοικονόμησης. Ποιες δράσεις θα μπορούσαν να εφαρμοστούν άμεσα σε αυτή την κατεύθυνση;
Η πρώτη δράση είναι η ενσωμάτωση νέων φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων 2 GW στο ενεργειακό σύστημα της χώρας έως το τέλος του έτους. Παρότι φιλόδοξη, αυτή η δράση είναι κατασκευαστικά εφικτή και συγκρίσιμη με ανάλογα ετήσια επιτεύγματα στη χώρα. Μία τέτοια ενίσχυση του μεριδίου ηλιακής ενέργειας στο εθνικό μείγμα ηλεκτροπαραγωγής θα προσφέρει στο ηλεκτρικό σύστημα της χώρας 3,2 TWh ηλεκτρικής ενέργειας. Για την παραγωγή της αντίστοιχης ενέργειας από μονάδα φυσικού αερίου θα χρειάζονταν 0,6 bcm (δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα) φυσικού αερίου. Συνεπώς, μία τέτοια δράση μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική υποκατάσταση ηλεκτρικής ενέργειας παραγόμενη από θερμικές μονάδες φυσικού αερίου, οδηγώντας σε μία σημαντική αποδέσμευση του ηλεκτρικού συστήματος της χώρας από το ρωσικό αέριο.
Η δεύτερη δράση αποσκοπεί στην ενίσχυση του προωθητικού πλαισίου εξοικονόμησης ενέργειας, περιλαμβάνοντας ενεργειακές αναβαθμίσεις στο κέλυφος του ελληνικό κτιριακού αποθέματος, μαζί με εγκατάσταση ηλιακών θερμοσιφώνων. Όσον αφορά στο κέλυφος, στόχος είναι η εγκατάσταση θερμομόνωσης και αντικατάσταση υαλοπινάκων σε 100.000 οικονομικά ευάλωτα νοικοκυριά, με σκοπό να εξοικονομηθεί κατά 60% η ζήτηση ενέργειας για θέρμανση των κατοικιών αυτών, καθιστώντας τες περισσότερο ανθεκτικές σε ενεργειακές κρίσεις, σαν αυτή που βιώνουμε την τρέχουσα περίοδο. Η προσπάθεια αυτή θα επέφερε μείωση της εξάρτησης από το φυσικό αέριο κατά 0,04 bcm φυσικού αερίου. Όσον αφορά στην περαιτέρω διάχυση των τεχνολογιών αξιοποίησης ηλιακής ενέργειας, ο στόχος είναι η επιδότηση αγοράς και εγκατάστασης ηλιακών θερμοσιφώνων σε 600.000 ελληνικά νοικοκυριά. Πέραν της μείωσης του ετήσιου κόστους για ζεστό νερό κατά 170 - 200 ευρώ στους λογαριασμούς ρεύματος των προαναφερθέντων νοικοκυριών, θα ενισχυθεί σημαντικά και η εγχώρια βιομηχανία. Αυτή η δράση επιφέρει μείωση της εξάρτησης από το φυσικό αέριο κατά 0,06 bcm φυσικού αερίου.
Οι δύο δράσεις αθροιστικά επιτυγχάνουν μείωση 0,7 bcm φυσικού αερίου (προσεγγίζοντας πάνω από το 25% της κατανάλωσης ρωσικού αερίου το 2021) με εκτιμώμενο κόστος κοντά στα 2,3 δισ. ευρώ, που είναι σημαντικά μικρότερο από τα πακέτα επιδοτήσεων της κυβέρνησης στα εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα μέχρι σήμερα (από τον Σεπτέμβριο 2021 έως τον Μάρτιο του 2022 ήταν κοντά στα 4 δις ευρώ). Επιπλέον, αυτές οι δράσεις έχουν υψηλή εγχώρια προστιθέμενη αξία, δημιουργώντας πολλές και καλές θέσεις εργασίας.
Η νέα ενεργειακή πολιτική που πρέπει να έχει σαν επίκεντρο την ενεργειακή αυτονομία, για την απεξάρτηση από τα εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα. Αυτό είναι άλλωστε και ο στόχος του σχεδίου “RepowerEU” της Επιτροπής για την εξάλειψη της εξάρτησης της ΕΕ από το ρωσικό αέριο πριν από το 2030. Με τις παραπάνω δράσεις μπορούμε να οικοδομήσουμε την ενεργειακή μας ανεξαρτησία, προχωρώντας στην αξιοποίηση του πλούσιου δυναμικού σε ανανεώσιμες πηγές, με όρους ενεργειακής δημοκρατίας, και στην ενίσχυση της εξοικονόμησης ενέργειας, για την καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας.
Το χρήματα από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας μπορούν να έχουν κομβικό ρόλο σε αυτή την προσπάθεια και να διασφαλίσουν τη χρηματοδότηση αντίστοιχων δράσεων και το επόμενο διάστημα, δίνοντας έμφαση στις απαραίτητες υποδομές υποστήριξής τους, όπως είναι τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας και η αποθήκευση. Άλλωστε, σε αναθεώρηση των Εθνικών Σχεδίων Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα προχωρήσουν αρκετά από τα κράτη-μέλη, ώστε να συμπεριλάβουν τις αναγκαίες επενδύσεις αναφορικά με την ενεργειακή ασφάλεια και τις τιμές ενέργειας, με σκοπό την κάλυψη των στόχων του “RepowerEU”. Ας μη χάσει αυτή την ευκαιρία η χώρα μας.
*Ο κ. Χάρης Δούκας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στο ΕΜΠ και Τομεάρχης Ενέργειας, ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής.