Από τη μια βλέπεις κάτι να αλλάζει: μια φρέσκια ματιά, μια διάθεση τα πράγματα να προχωρήσουν μπροστά, μια απενοχοποίηση της κοινής λογικής, που τόσο λείπει από τον τόπο. Αυτονόητα πράγματα σε όλη την Ευρώπη για την αντιμετώπιση των επενδύσεων, την παιδεία, την απαγόρευση του καπνίσματος, τον ψηφιακό μετασχηματισμό του κράτους, την τήρηση των νόμων.
Από την άλλη βλέπεις αυτή την απίστευτη ανθεκτικότητα των κομματικών υπερ-οργανισμών. Πολιτευτές να αναλαμβάνουν θέσεις ευθύνης στον κρατικό μηχανισμό, στελέχη και αυτής της κυβέρνησης με μοναδικό προσόν την απόλυτη αφοσίωση στο κόμμα και τίποτε άλλο. Μια αδιαφορία προς τα προσχήματα και επιλογές που παραπέμουν στον χειρότερο παλαιοκομματισμό που οδήγησε τη χώρα στα βράχια. Σαν να μην υπήρξε ποτέ χρεοκοπία.
Ακόμα δεν έχουμε βγει καλά, καλά, από την κρίση και στον δημόσιο διάλογο κυριαρχούν θέματα που θυμίζουν μέσα δεκαετίας 2000 και ακόμα παλαιότερα: προσλήψεις στο δημόσιο, επιδόματα, κοινωνικά μερίσματα, αναδρομικά στους συνταξιούχους. Μια εντυπωσιακή ελαφρότητα, ένα πονηρό κλείσιμο του ματιού, σε όλα αυτά που μας οδήγησαν στο αδιέξοδο με πρώτο πρώτο το ασφαλιστικό.
Το έλλειμμα του ασφαλιστικού συστήματος στην περίοδο 1994 – 2009 ανήλθε στα 89 δισ. ευρώ που αντιστοιχεί στο 30% του χρέους. Μια ξεδιάντροπη κλοπή μιας γενιάς από τα παιδιά και τα εγγόνια της: συνταξιούχοι ετών 45, εφάπαξ αποσυνδεδεμένα από την πραγματικότητα, συνταξιούχοι που εξασφάλιζαν συντάξεις μεγαλύτερες από τους μισθούς που είχαν ως εργαζόμενοι.
Κουβέντα για όλα αυτά.
Δεν είναι εύκολο να αλλάξει μια χώρα, μια κοινωνία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένας πρωθυπουργός, παρά την θεωρητική παντοδυναμία του, λειτουγεί υπο πολλούς περιορισμούς και είναι υποχρεωμένος σε συμβιβασμούς και παραχωρήσεις προς το κόμμα, τα κομματικά στελέχη και τον κομματικό μηχανισμό.
Κατανοητά όλα αυτά, όμως η δυσάρεστη αυτή ιστορία, το κράτος ως φέουδο των κομμάτων, έχει τραβήξει πολύ. Δεν πάει άλλο.
Δεν γίνεται να τρέξεις μπροστά, να επιτύχεις την φυγή προς τα εμπρός, διατηρώντας τη σιδερένια μπάλα, της κομματοκρατίας, δεμένη στο πόδι.
Ο κόσμος μεταμορφώνεται, η τεχνολογία μετασχηματίζει ριζικά τις οικονομίες και τις κοινωνίες και εμείς μένουμε όλο και πιο πίσω, όχι σε σχέση με την Ευρωζώνη, με την οποία η επαφή έχει χαθεί προ πολλού, αλλά ακόμα και με τις γειτονικές μας χώρες στα Βαλκάνια.
Το 2007 το ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν στα 330 δισ. ευρώ έναντι 183 δισ. ευρώ της Ρουμανίας. Σήμερα η Ρουμανία μας έχει ξεπεράσει.
Μια άλλη σύγκριση, ίσως λιγότερο κολακευτική, είναι αυτή με την πρώην σοβιετική Εσθονία, που έχει καταφέρει το 2018 να εμφανίζει πολύ υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ από την Ελλάδα (περίπου 23.000 έναντι 20.000 δολ.). Αν ακόμη και οι πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, που μπήκαν στην Ε.Ε. 25 χρόνια μετά από εμάς, έχουν γίνει ήδη πιο πλούσιες, εύκολα καταλαβαίνουμε πόσο πίσω έχει κρατήσει τη χώρα η σιδερένια μπάλα της κομματοκρατίας...