Η σημερινή συνεδρίαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) έχει ιστορική σημασία καθώς, εκτός απροόπτου, θα τερματίσει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, ένα άνευ προηγουμένου πρόγραμμα τόνωσης της ρευστότητας για την ενίσχυση των οικονομιών της ΕΕ.
Για περίπου 4 χρόνια, από το 2014 μέχρι το 2018, η ΕΚΤ έχει διοχετεύσει 2,6 τρισ. ευρώ, κυρίως για την αγορά κρατικών ομολόγων, μια κίνηση χωρίς προηγούμενο στην ιστορία της. Μεταξύ άλλων έχει αγοράσει ιταλικά ομόλογα συνολικής αξίας 363 δισ. ευρώ, ομόλογα Πορτογαλίας ύψους 36 δισ. ευρώ, 72,9 δισ. Βελγίου κ.α.
Από τη λίστα των αγορών της ΕΚΤ λείπει η χώρα που ίσως είχε την μεγαλύτερη ανάγκη του ευρωπαϊκού υπερ-όπλου ρευστότητας: η Ελλάδα.
Η ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ θα ενίσχυε αποφασιστικά την εμπιστοσύνης των επενδυτών για τη χώρα, τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Σε μια κανονική χώρα, με μια στοιχειώδη κοινή πολιτική λογική, η ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα έπρεπε να είναι ο υπ’ αριθμόν ένα εθνικός στόχος. Να γίνουν γρήγορα και αποτελεσματικά όλα όσα θα ξεκλείδωναν τη συμμετοχή της χώρας στο πρόγραμμα. Αυτά στη θεωρία.
Στην πράξη το 2014 η τότε αντιπολίτευση κυνηγούσε στους δρόμους τους «εντολοδόχους των δανειστών», τους «γερμανοτσολιάδες» (και τα άλλα ωραία που τόσο εύκολα λέγονταν και γράφονταν κατά την ηρωική αντιμνημονιακή περίοδο) και η χώρα υποχρεώθηκε σε εκλογές.
Το 2015 είχαμε τις ανοησίες του τύπου «θα μας δώσουν τα λεφτά γιατί δεν τους συμφέρει να διαλύσουμε το ευρώ» και το 2016 συνεχίσαμε με νέες αυταπάτες ότι το προσφυγικό θα μας επιτρέψει να μην υλοποιήσουμε τη συμφωνία με τους δανειστές.
Το 2017 συνεχίσαμε ακάθεκτοι να σπαταλάμε χρόνο και ενέργεια με τις ατελείωτες διαπραγματεύσεις για τις αξιολογήσεις, ενώ το 2018 ήταν η «καθαρή έξοδος» που ενταφίασε και την τελευταία ελπίδα για την ένταξη – έστω και συμβολικά – της Ελλάδας στο πρόγραμμα.
(Αρχική δημοσίευση Economistas)