Το ότι οι τράπεζες θα χρειαστούν πρόσθετα κεφάλαια είναι δεδομένο. Άλλη τράπεζα λιγότερα, άλλη περισσότερα, ωστόσο, είναι βέβαιο ότι και οι τέσσερις συστημικές τράπεζες θα χρειαστούν κεφάλαια.
Αυτό όμως που δεν είναι καθόλου δεδομένο, και είναι εξαιρετικά σημαντικό, είναι το πλαίσιο: οι συνθήκες και ο χρόνος κάτω με τις οποίες οι τράπεζες θα απευθυνθούν στους επενδυτές.
Η κρίσιμη ερώτηση είναι το αν οι τράπεζες θα ζητήσουν κεφάλαια έχοντας πραγματοποιήσει σημαντικά βήματα στο μέτωπο των «κόκκινων» δανείων και επιδιώκοντας τη μεγάλη φυγή προς τα εμπρός ή αν θα υποχρεωθούν σε αυξήσεις κεφαλαίου επειδή δεν καταφέρνουν να λύσουν το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Οι δυο παραπάνω περιπτώσεις διαφέρουν όσο η νύχτα με τη μέρα.
Διότι είναι άλλο πράγμα για μια τράπεζα να ζητήσει κεφάλαια από τους επενδυτές, αφού έχουν μπει σε τροχιά τα σχέδια μείωσης των «κόκκινων» δανείων του ΤΧΣ και της Τράπεζας της Ελλάδος, αφού έχει πραγματοποιήσει βήματα που πείθουν ότι λύνουν τα προβλήματα, και σε ένα θετικό οικονομικό περιβάλλον, δηλαδή με όρους νίκης και προοπτικής και εντελώς διαφορετικό το να ζητήσει χρήματα σε μια κατάσταση ήττας με βαλτωμένα στη γραφειοκρατία τα σχέδια ΤΧΣ και ΤτΕ, χωρίς να επιτυγχάνονται οι στόχοι μείωσης των «κόκκινων» δανείων και την οικονομία να κινείται αναιμικά με περιορισμένη ορατότητα.
Η επιτάχυνση της υλοποίησης των σχεδίων μείωσης των προβληματικών δανείων και η βελτίωση των συνθηκών για την οικονομία είναι σε μεγάλο βαθμό στο χέρι της κυβέρνησης.
Το σχέδιο του ΤΧΣ είναι πιο ώριμο και μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα, ωστόσο, η κυβέρνηση πρέπει γρήγορα να προχωρήσει στην προώθηση του σχεδίου της ΤτΕ στην DG Comp και να εκμεταλλευτεί την θετική συγκυρία, δεδομένης της ιδιαίτερα θετικής υποδοχής του σχεδίου από την ΕΚΤ.
(Αρχική δημοσίευση Economistas)