Να επιλέξουν τις ελληνικές τράπεζες καλεί τους επενδυτές που τοποθετούνται στην ευρωπαϊκή περιφέρεια η Deutsche Bank, με σύσταση αγορά και για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες και με εκτίμηση ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να υπεραποδίδει έναντι του μέσου όρου της ευρωζώνης.
Σύμφωνα με τον γερμανικό όμιλο η Ελλάδα πιθανότατα θα ξεπεράσει κατά πολύ την υπόλοιπη Ευρώπη στην αύξηση των δανείων Η χώρα έχει υποστεί τη μεγαλύτερη απομόχλευση στην Ευρώπη για περισσότερο από μια δεκαετία, κυρίως λόγω της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (τα οποία αντιπροσώπευαν κάποια στιγμή σχεδόν το ήμισυ των δανείων) και της έλλειψης ζήτησης. Αυτό εξακολουθεί να αποτελεί πρόβλημα στα ενυπόθηκα δάνεια, όπου οι μειώσεις παραμένουν σημαντικές (περίπου -4% σε ετήσια βάση, γεγονός που έχει οδηγήσει σε μικρή στάθμιση επί του συνόλου των δανείων σε σχέση με άλλες χώρες, κάτω πλέον από το 30% των δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα). Ωστόσο, ο δανεισμός των επιχειρήσεων αυξάνεται πλέον με σχεδόν διψήφιο ρυθμό και αναμένουμε να συνεχιστεί με αυτόν τον τρόπο, επιτρέποντας έτσι στα συνολικά δάνεια να βρεθούν σε θετικό έδαφος σε ετήσια βάση (περίπου 3%).
Συνολικά, οι θετικές εκτιμήσεις βασίζονται στην ανανέωση των επενδύσεων, με την αύξηση του ΑΕΠ να ξεπερνά κατά πολύ τον μέσο όρο της ΕΕ, για την οποία τα κονδύλια της ΕΕ θα πρέπει να παραμείνουν ένας μεγάλος συντελεστής. Παρόλο που οι πολλαπλασιαστές για τη συνολική εισφορά ύψους περίπου 70 δισ. ευρώ έως το 2026 είναι πιθανό να παραμείνουν σχετικά φτωχοί, ο συνολικός αντίκτυπος (δεδομένης της χαμηλής μόχλευσης στη χώρα) θα είναι αναμφισβήτητα ισχυρός.
Αναφερόμενοι συνολικά στην πορεία των οικονομιών της ευρωπαϊκής περιφέρειας οι αναλυτές της DB τονίζουν ότι υπάρχει μία σειρά σημαντικών παραγόντων, που είναι οι ακόλουθοι:
- τα spreads των κρατικών ομολόγων συνεχίζουν να αποδίδουν καλά (ιδίως στην Ελλάδα- Πορτογαλία και Ισπανία, ενώ η Ιταλία αποτελεί το κύριο ερωτηματικό),
- η πιθανή ανάγκη μείωσης των ελλειμμάτων θα είναι περισσότερο μια απειλή με τη μορφή οικονομικής επιβράδυνσης παρά μια άμεση επίπτωση στους τραπεζικούς ισολογισμούς ή το κεφάλαιο λόγω της άμεσης έκθεσης των τραπεζών σε κρατικά ομόλογα,
- οι οικονομίες της Νότιας Ευρώπης αναμένεται να συγκαταλέγονται μεταξύ των καλύτερων από πλευράς αποδόσεων το διάστημα 2023 – 2025, γεγονός που θα πρέπει να είναι υποστηρικτικό για τις αξιολογήσεις στις περισσότερες χώρες (μόνο η Ιταλία είναι υπό ελαφρά απειλή).
Συνολικά, ενώ δεν αναμένονται διαρθρωτικές αλλαγές στο status quo όσον αφορά τη ρυθμιστική αντιμετώπιση των κρατικών ομολόγων/ τίτλων σταθερού εισοδήματος, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι οι τράπεζες που είναι περισσότερο εκτεθειμένες σε αυτή την κατηγορία περιουσιακών στοιχείων μπορεί να υποφέρουν από υψηλότερη μεταβλητότητα, αλλά, σε κάθε περίπτωση, εκτιμάται ότι οι ανησυχίες σχετικά με τις τράπεζες που υφίστανται σημαντικές πιέσεις στο κεφάλαιο και τη χρηματοδότηση από την επιδείνωση των κρατικών κεφαλαίων είναι μάλλον υπερβολικές.
Οι ελληνικές τράπεζες συγκαταλέγονται μεταξύ αυτών που θα ωφεληθούν περισσότερο από την αύξηση των χρηματοδοτήσεων που στηρίζεται και στα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά «οι τέσσερις ελληνικές τράπεζες Alpha Bank, Eurobank, Εθνική και Πειραιώς – είναι οι τράπεζες που θα πρέπει να επιλέξουν οι επενδυτές καθώς έχουν πλεονεκτήματα τόσο σε ό,τι αφορά τις προοπτικές της χώρας όσο και κλαδικά».