Προοδευτική μείωση καταγράφουν οι συναλλαγές στο ελληνικό χρηματιστήριο στις τελευταίες τέσσερις συνεδριάσεις, καθώς από την ημέρα που «κλείδωσε» ο μήνας Μάιος για τις εκλογές, ύστερα από τη συνέντευξη του πρωθυπουργού στον Στ. Θεοδωράκη και τις δηλώσεις του προέδρου του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδουλάκη που ακολούθησαν, οι οποίες θεωρήθηκε από την αγορά ότι δυσκολεύουν τον σχηματισμό κυβέρνησης, η πτώση του τζίρου ξεπερνά το 60%, συγκριτικά με τους μέσους όρους όλων των προηγούμενων συνεδριάσεων.
Σε καμιά συνεδρίαση από εκείνη την ημέρα ο τζίρος δεν πλησίασε καν τους μέσους όρους του 2023, ενώ και στις τέσσερις παρέμεινε αρκετά κάτω από τα 100 εκατ. ευρώ, επίπεδα που είχαν παγιωθεί στην αγορά το πρώτο τρίμηνο του έτους.
Τη Δευτέρα 20 Μαρτίου η αξία συναλλαγών ήταν στα 107,5 εκατ. ευρώ, την Τρίτη 21/3 (ημέρα που δόθηκε η συνέντευξη) είχαν διαμορφωθεί στα 115,4 εκατ. ευρώ, ενώ έκτοτε η πτώση είναι κατακόρυφη. Την Τετάρτη 22/3 ο τζίρος του Χ.Α. συρρικνώθηκε στα 76,2 εκατ. ευρώ, επίπεδα που είχε να δει από τις 27 Ιανουαρίου, την Πέμπτη έπεσε στα 66,2 εκατ. ευρώ, την Παρασκευή –λόγω της μεγάλης πτώσης– ενισχύθηκε μερικώς φτάνοντας στα 94,1 εκατ. ευρώ, ενώ χθες Δευτέρα είχαμε τη μικρότερη επίδοση από την πρώτη συνεδρίαση του έτους, όταν η αγορά βρισκόταν σε ρυθμούς ημιαργίας!
Πιο συγκεκριμένα, χθες ο τζίρος κατήλθε στα 48,7 εκατ. ευρώ, που είναι η χαμηλότερη επίδοση του 2023, αν εξαιρεθεί η πρώτη συνεδρίαση του έτους που έγινε τη Δευτέρα 2 Ιανουαρίου, όταν διακινήθηκαν μόλις 19 εκατ. ευρώ, σε μια συγκυρία που ως γνωστόν απέχουν εντελώς οι ξένοι.
Αυτό σημαίνει ότι οι μέσες συναλλαγές των τεσσάρων συνεδριάσεων που έχουν γίνει μετά το «κλείδωμα» του Μαΐου αλλά και τις δηλώσεις Ανδρουλάκη κατήλθαν στα 71,3 εκατ. ευρώ, δηλαδή μικρότερες και από το μέσο τζίρο του 2022 που ήταν στα 74 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, είναι πολύ κάτω και από το μέσο τζίρο του 2023 που πλέον διαμορφώνεται στα 115 εκατ. ευρώ, ενώ την περασμένη εβδομάδα οι μέσες συναλλαγές διαμορφώθηκαν στα 91,8 εκατ. ευρώ υποχωρώντας κατά 41,2% έναντι της αμέσως προηγούμενης.
Η επάνοδος του πολιτικού ρίσκου
Είναι αρκετά λοιπόν πως η αγορά βλέπει πολιτικό – κυβερνητικό ρίσκο, διαφοροποιώντας τακτικές και προτεραιότητες. Μπορεί –τουλάχιστον προς το παρόν– η επάνοδος του πολιτικού ρίσκου και η αλλαγή δεδομένων να μην μεταφράζεται σε μεγάλη πτώση και τακτικές ξεπουλήματος, πλην της εύλογης διόρθωσης που έλαβε χώρα το προηγούμενο διάστημα λόγω της διεθνούς κρίσης, όμως είναι εμφανές ότι υπάρχει προβληματισμός.
Θυμίζουμε πως η αγορά είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στις πολιτικές εξελίξεις, κάτι που έγινε ξεκάθαρο και το περασμένο καλοκαίρι. Στις αρχές Ιουλίου 2022 «φούντωσαν» τα σενάρια των πρόωρων εκλογών και ο Γ.Δ. είχε «βουλιάξει» στις 779,20 μονάδες, με τον τραπεζικό δείκτη να βυθίζεται στις 443,16 μονάδες (5 Ιουλίου), επίπεδα που ήταν χαμηλά έτους.
Τα ισχυρά ξένα χαρτοφυλάκια τηρούν στάση αναμονής έως ότου ξεδιαλύνει περισσότερο η εικόνα αναφορικά με το πολιτικό και εκλογικό σκηνικό, που αποτελεί και τον κύριο καταλύτη, που λειτουργεί ως «ομπρέλα» είτε αναβάθμισης είτε «νέκρωσης» των υπολοίπων καταλυτών της αγοράς, που αναπόφευκτα έρχονται σε δεύτερη θέση.
Το πολιτικό ρίσκο που έχει ενσκήψει ξανά πάνω από την αγορά και η αδυναμία προεξόφλησης ότι θα υπάρξει βιώσιμη κυβέρνηση μετά τις εκλογές, αναχαιτίζει κάθε άλλο θετικό καταλύτη, όπως είναι τα εξαιρετικά αποτελέσματα των εισηγμένων, η σταθερότητα και επάνοδος σε κερδοφορία του εγχώριου τραπεζικού κλάδου, τα deals σε ενέργεια και κατασκευές, αλλά και οι άριστοι οιωνοί στον τουρισμό.
Παράλληλα, το πολιτικό ρίσκο είναι και η αιτία που ως φαίνεται οι οίκοι αξιολόγησης θα κρατήσουν πιο συντηρητική στάση αναφορικά με το timing αναβάθμισης της ελληνικής οικονομίας, «ψαλιδίζοντας» μερικώς το momentum πάνω στο οποίο είχε χτιστεί το ράλι του Χ.Α μέσα στο πρώτο δίμηνο. Πρόκειται ίσως για τη σημαντικότερη εξέλιξη, καθώς η προεξόφληση της άμεσης αναβάθμισης είχε δώσει το ράλι +21% στο Γ.Δ. και το +45% το πρώτο δίμηνο, εκτοξεύοντας παράλληλα τις συναλλαγές –σε κάποιες συνεδριάσεις έως και τα 177 εκατ. ευρώ, χωρίς να υπάρχει κάποιο rebalancing.
Η αναβολή της αναβάθμισης
Πλέον, με τα νέα δεδομένα, κανείς δεν ξέρει πότε θα γίνει η πολυπόθητη αναβάθμιση από διεθνή οίκο αξιολόγησης, που θα άλλαζε εκ βάθρων το status quo για όλα τα ελληνικά assets και θα έφερνε το Χ.Α. ξανά στη διεθνή ελίτ των αγορών και στο μεγάλο… ωκεανό των επενδυτικών κεφαλαίων.
Η πολιτική σταθερότητα είναι το κυρίαρχο στοιχείο που καθιστά μια χώρα ελκυστική για επενδύσεις, όταν ασφαλώς συντρέχουν και οι υπόλοιπες, δευτερεύουσες προϋποθέσεις, όπως συντρέχουν στην Ελλάδα μετά από μια δωδεκαετία έκπτωσης τιμών στα assets, επενδυτικής και επιχειρηματικής απομόνωσης και χρηματιστηριακής υποβάθμισης.
Θυμίζουμε πως μιλώντας στο Φόρουμ των Δελφών το Μάιο του 2021 ο σύμβουλος του πρωθυπουργού Αλέξης Πατέλης είχε τονίσει πως «η πολιτική σταθερότητα και η σταθερότητα των θεσμών αποτελούν το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Ελλάδας».
Τότε είχε επισημάνει πως η Ελλάδα είναι σε διαφορετικό πολιτικό και οικονομικό κύκλο από πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Ξεπέρασε τον λαϊκισμό και έχει σταθερό πολιτικό περιβάλλον, ενώ η κυβέρνηση έχει φιλοεπενδυτικό προφίλ και εκλέχτηκε με βασική ατζέντα να προχωρήσει σε δομικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις.
Το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών ήρθε να διαταράξει πλήρως μια στρωτή (έως τότε) προεκλογική περίοδο, να διαμορφώσει νέα πολιτικοοικονομικά δεδομένα, να οδηγήσει σε αλλαγή εκλογικής ατζέντας την κυβέρνηση, «απλώνοντας» την προεκλογική περίοδο, που ήδη τη διακρίνει η πόλωση, η τοξική αντιπαλότητα και κυρίως ο φόβο της ακυβερνησίας.
Πλέον, υπάρχει ένα δίμηνο έως τις πρώτες εκλογές, οι οποίες αποκλείεται με τις υπάρχουσες συνθήκες να δώσουν αυτοδύναμη κυβέρνηση, ενώ οι δεύτερες εκλογές θα γίνουν –κατά τα φαινόμενα– στις 2 Ιουλίου. Άρα, η αγορά έχει μπροστά της τουλάχιστον τρεις μήνες αβεβαιότητας στην καλύτερη περίπτωση, χωρίς όμως να υπάρχει ακόμη ξεκάθαρο και βιώσιμο πλάνο για την επόμενη ημέρα.
Αυτό είναι το σημαντικότερο για τα ξένα χαρτοφυλάκια που –έχοντας κάνει το μεγαλύτερο τμήμα των τοποθετήσεών τους στο Χ.Α. Ιανουάριο και Φεβρουάριο– έχουν όλο το χρόνο να παρακολουθούν τις εξελίξεις εκ του μακρόθεν τους επόμενους μήνες και να διαμορφώσουν τη στρατηγική τους ανάλογα με την τελική έκβαση της διπλής εκλογικής αναμέτρησης, δηλαδή ανάλογα με το αν θα σχηματιστεί μια σταθερή κυβέρνηση με φιλική προς τις επενδύσεις ατζέντα.