Ως ανθεκτικές προκειμένου να αντιμετωπίσουν την τρέχουσα κρίση των αυξημένων μακροοικονομικών κινδύνων, εξαιτίας της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, χαρακτηρίζει τις τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες ο οίκος Fitch σε έκθεσή του.
Όπως αναφέρει η Eurobank (Β+/σταθερή), η Εθνική Τράπεζα (Β+/σταθερή), η Alpha Bank (Β/θετική) και η Τράπεζα Πειραιώς (Β-/θετική) έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο με την απομείωση του κινδύνου στους ισολογισμούς τους, γεγονός που έχει βελτιώσει τη διαρθρωτική τους ικανότητα να παράγουν κέρδη και αναμένεται να συμβάλει στη στήριξη της κεφαλαιοποίησής τους. Ο οίκος Fitch αναβάθμισε τις τράπεζες τον Φεβρουάριο του 2022, αντανακλώντας αυτή την πρόοδο, και οι προοπτικές εξακολουθούν να σηματοδοτούν περιθώριο αξιολόγησης για όλες τις τράπεζες και θετικές πιστωτικές τάσεις για δύο από αυτές.
Στο τέλος του 2021, οι τράπεζες είχαν μειώσει το συνδυασμένο απόθεμα των «κόκκινων» δανείων τους κατά 54 δισ. ευρώ, ή περίπου 80%, από το τέλος του 2019, παρά την πανδημία. Αυτό το πέτυχαν κυρίως μέσω συναλλαγών τιτλοποίησης και πώλησης NPLs με κρατική στήριξη μέσω του Ελληνικού Συστήματος Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων. Ο οίκος εκτιμά ότι ο συνολικός δείκτης NPLs των τραπεζών ήταν 11,5% στο τέλος του 2021 (τέλος 2019: 38,5%) και αναμένεται ότι θα μειωθεί σε υψηλό μονοψήφιο ποσοστό μέχρι το τέλος του 2022, καθώς οι τράπεζες θα ολοκληρώσουν τις συναλλαγές που έχουν προγραμματιστεί για φέτος (περίπου 4 δισ. ευρώ).
Οι κρατικές επιδοτήσεις πληρωμών όπως το πρόγραμμα «Γέφυρα», οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις χρησίμευσαν για την παράταση της στήριξης των δανείων που εξέρχονται από το μορατόριουμ, αντιπροσωπεύουν έναν μέτριο κίνδυνο για την ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών. Οι επιδοτήσεις αφορούσαν δάνεια ύψους 8 δισ. ευρώ των τραπεζών στο τέλος του 2021 (6% των ακαθάριστων δανείων εξαιρουμένων των παρακρατηθέντων τιτλοποιήσεων). Μόνο το 5% περίπου των επηρεαζόμενων δανείων έχει αθετήσει τις υποχρεώσεις του.
Η Eurobank και η Εθνική Τράπεζα είχαν μικρά κέρδη το 2021, ενώ η Πειραιώς και η Alpha εξακολουθούσαν να είναι ζημιογόνες λόγω των μεγάλων τιτλοποιήσεων NPLs. Ωστόσο, ο οίκος αναμένει ότι τα έσοδα θα αυξηθούν φέτος, υποστηριζόμενα από τα κονδύλια της ΕΕ για την ανάκαμψη και την ανθεκτικότητα που διοχετεύονται στην ελληνική οικονομία, παρέχοντας ευκαιρίες επιχειρηματικής ανάπτυξης. Οι τράπεζες επιδιώκουν να επαναλάβουν τις διανομές μερισμάτων το 2023, με την επιφύλαξη της έγκρισης της ΕΚΤ, και η κερδοφορία τους θα πρέπει επίσης να ωφεληθεί μόλις αυξηθούν τα επιτόκια.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν αμελητέα άμεση έκθεση σε ρωσικούς ή ουκρανικούς ομίλους, αν και ορισμένες έχουν σημαντικές δραστηριότητες σε χώρες των οποίων οι οικονομίες θα μπορούσαν να επηρεαστούν περισσότερο από τον πόλεμο, όπως η Κύπρος και οι χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης.
Εντυπωσιακή μείωση των NPLs για τις ελληνικές τράπεζες
Η Ελλάδα έχει περιορισμένους άμεσους εμπορικούς δεσμούς με τη Ρωσία και οι Ρώσοι επισκέπτες δεν είναι σημαντικοί για τον τουριστικό της τομέα. Ωστόσο, ο πόλεμος έχει ανεβάσει τις τιμές των βασικών εμπορευμάτων και έχει επιδεινώσει τις πληθωριστικές πιέσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να μειώσουν τη ζήτηση πιστώσεων και να αυξήσουν τον πιστωτικό κίνδυνο στα χαρτοφυλάκια δανείων των τραπεζών. Η Fitch μείωσε πρόσφατα την πρόβλεψή της για την ανάπτυξη του ΑΕΠ της Ελλάδας το 2022 σε 3,5% από 4,1% και αύξησε την πρόβλεψή της για τον πληθωρισμό των τιμών καταναλωτή για το 2022 σε 4,0% από 1,3%.
Ο οίκος εκτιμά ότι οι τέσσερις τράπεζες θα αναβάλουν την έκδοση και την αναχρηματοδότηση του χρέους εξυγίανσης λόγω της αυξημένης μεταβλητότητας της αγοράς και των μεγαλύτερων πιστωτικών περιθωρίων. Έχουν προθεσμία μέχρι το τέλος του 2025 για να εκπληρώσουν την τελική ελάχιστη απαίτηση για τα ίδια κεφάλαια και τις επιλέξιμες υποχρεώσεις και εκτιμούμε ότι πρέπει ακόμη να αντλήσουν περίπου 12 δισ. ευρώ, δεδομένων των μεταβατικών συνολικών κεφαλαιακών δεικτών τους στο τέλος του 2021.
Η Fitch αναμένει ότι η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής θα είναι σταδιακή και δεν θα προκαλέσει ξαφνική αύξηση του κόστους χρηματοδότησης των τραπεζών. Η ΕΚΤ έχει αναλάβει ισχυρές δεσμεύσεις για τη συνέχιση της στήριξής της προς την Ελλάδα. Θα συνεχίσει τις αγορές ελληνικών κρατικών ομολόγων (GGBs) και έχει παρατείνει την εξαίρεση για τα GGBs που είναι αποδεκτά ως ενέχυρο για τα repos της ΕΚΤ μέχρι το τέλος του 2024. Το προφίλ χρηματοδότησης και ρευστότητας των τραπεζών έχει βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια λόγω της αύξησης των καταθέσεων και της καλύτερης πρόσβασης στις κεφαλαιαγορές.
Οι μεγάλες τοποθετήσεις των τραπεζών σε κρατικά ομόλογα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αρνητικό αντίκτυπο για τα κεφάλαιά τους σε περίπτωση σημαντικής αύξησης των επιτοκίων ή διεύρυνσης των πιστωτικών περιθωρίων, αλλά αυτό θα μπορούσε να μετριαστεί με στρατηγικές αντιστάθμισης και τη χρήση της λογιστικής του αποσβεσμένου κόστους.