Σε μια πρωτοφανή εξέλιξη στην ιστορία της χρηματιστηριακής διαπραγμάτευσης συμβολαίων αργού πετρελαίου από το 1946, οι τιμές του αμερικανικού αργού (West Texas Intermediate - WTI) για παράδοση τον Μάιο πέρασαν απόψε ακόμη και σε αρνητικό έδαφος, δηλαδή κάποιοι traders προτίμησαν να πληρώσουν τους αγοραστές, παρά να μείνουν με ποσότητες πετρελαίου που κινδυνεύουν να μην μπορούν να διαθέσουν στην αγορά και να επιβαρυνθούν με πολύ υψηλό κόστος για να τις αποθηκεύσουν, καθώς οι αποθηκευτικοί χώροι στις ΗΠΑ έχουν σχεδόν εξαντληθεί.
Σήμερα «έσπασε» και το τελευταίο κερδοσκοπικό παιχνίδι που μπορούσαν να κάνουν οι traders για να αξιοποιήσουν τις ανισορροπίες που έχει δημιουργήσει στην αγορά ο ολέθριος συνδυασμός της κατακρήμνισης της ζήτησης, της διατήρησης της παραγωγής σε πολύ υψηλά επίπεδα, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, και της εξάντλησης των αποθηκευτικών χώρων. Το λεγόμενο super contango, δηλαδή η τεράστια διαφορά ανάμεσα στις τρέχουσες και τις μελλοντικές τιμές, έδινε σε πολλούς traders τη δυνατότητα να αγοράζουν πετρέλαιο και να περιμένουν να το πουλήσουν στο μέλλον σε πολύ υψηλότερη τιμή.
Όμως, σήμερα, τελευταία ημέρα διαπραγμάτευσης των συμβολαίων παράδοσης για τον Μάιο κανείς στην αγορά δεν ήθελε να μείνει με ένα συμβόλαιο στο χέρι που θα τον υποχρέωνε να δεχθεί σε λίγες ημέρες φυσική παράδοση αργού, καθώς ήταν εντελώς αβέβαιο αν και σε ποια τιμή θα μπορούσε να το πουλήσει, ενώ κινδύνευε να φορτωθεί με πολύ υψηλό κόστος αποθήκευσης. Έτσι, όλοι έσπευδαν από το πρωί να πουλήσουν, πιέζοντας τις τιμές όλο και περισσότερο, μέχρι που άρχισαν να γίνονται πριν το κλείσιμο συναλλαγές ακόμη σε αρνητική τιμή. Την ίδια ώρα, και για τα συμβόλαια Ιουνίου του WTI οι τιμές κατέρρεαν και βρίσκονταν λίγο πριν τις 10.00 μ.μ., ώρα Ελλάδος, κοντά στα 20 δολ., με πτώση της τάξεως του 17%. Με πτώση κατά 7,5%, το μπρεντ υποχωρούσε στα 26 δολ.
Για την αμερικανική πετρελαϊκή βιομηχανία, που παράγει σχιστολιθικό πετρέλαιο με κόστος περί τα 30 δολ. το βαρέλι, οι τελευταίες εξελίξεις δημιουργούν πλέον πολύ έντονη πίεση για απότομη μείωση παραγωγής, καθώς η συμφωνία του ΟΠΕΚ+ αποδεικνύεται ότι ήταν «πολύ λίγα, πολύ αργά», σε μια παγκόσμια αγορά που βρίσκεται σε πρωτοφανή πτώση κατανάλωσης, λόγω των περιοριστικών μέτρων για την πανδημία και δεν φαίνεται ότι θα αρχίσει να επανέρχεται γρήγορα σε φυσιολογικές συνθήκες, παρά τη σταδιακή άρση των μέτρων σε πολλές χώρες.