Αύξηση παροχής δανείων, «προσγείωση» των εσόδων από τόκους σε πιο φυσιολογικά επίπεδα, αισιοδοξία για «πράσινο φως» από τις εποπτικές αρχές για παροχή μερισμάτων και καλή εικόνα για την πορεία των δανείων που θα καταστούν εκ νέου πληρωτέα, αναμένουν οι ελληνικές τράπεζες για το 2024.
Αυτά ήταν τα μηνύματα που έστειλαν οι διοικήσεις τους κατά τις συναντήσεις τους με αναλυτές της JPMorgan, όπως αναφέρει ο αμερικανικός όμιλος σε έκθεσή του.
Όπως σημειώνει οι συζητήσεις με τις τράπεζες έδειξαν ότι έχουν κατανοήσει τους μοχλούς που μπορούν να τις οδηγήσουν υψηλότερα, ενώ δεν στηρίζονται μόνο στα έσοδα από τόκους. Ταυτόχρονα, με δεδομένο ότι ορισμένα σημαντικά γεγονότα έχουν, ήδη, λάβει χώρα οι θετικοί καταλύτες έχουν περιοριστεί, σε σχετικό βαθμό, κάτι που αποτυπώθηκε και στην πρόσφατη πορεία των τραπεζικών μετοχών, αν και συνεχίζουν να έχουν ισχυρά κέρδη 18% από την αρχή του έτους.
Σημείο – κλειδί αποτελούν οι ανακοινώσεις μεγεθών για το α’ τρίμηνο, αρχής γενομένης από την Τράπεζα Πειραιώς στις 30 Απριλίου, ενώ η Eurobank παραμένει η κορυφαία επιλογή της JPMorgan.
Η πορεία των νέων δανείων
Μετά από μια απογοητευτική χρονιά για την αύξηση των δανείων το 2023 - λόγω των υψηλών επιτοκίων και του μεγάλου όγκου αποπληρωμών των επιχειρήσεων – το 2024 αναμένεται σημαντική ανάκαμψη. Ο εταιρικός τομέας εξακολουθεί να είναι ο κύριος μοχλός ανάπτυξης, αλλά οι τράπεζες επικεντρώνονται όλο και περισσότερο για τη βελτίωση και του καταναλωτικού δανεισμού χωρίς εξασφαλίσεις, αν και από πολύ χαμηλή βάση.
Οι τράπεζες συνεχίζουν να προβλέπουν ετήσια αύξηση των εξυπηρετούμενων δανείων κατά 4%-6% για τα επόμενα έτη. Οι τράπεζες ανέφεραν ως προκλήσεις την έλλειψη προσιτών, σύγχρονων κατοικιών και την αύξηση των τιμών των κατοικιών πάνω από το εισόδημα, παράλληλα με τις δυσκίνητες διαδικασίες χορήγησης δανείων.
Η εικόνα των εσόδων από τόκους
Οι προοπτικές των εσόδων από τόκους (ΝΙΙ) των ελληνικών τραπεζών παραμένουν στο επίκεντρο της προσοχής των επενδυτών, καθώς ο κύκλος ανάπτυξης που καθοδηγείται από το NIM έχει φτάσει στο τελικό του στάδιο. Οι τράπεζες αναμένουν μια διαδοχική μείωση του NII το α’ τρίμηνο φέτος, λόγω της αρνητικής μεταφοράς που σχετίζεται με την αντιστάθμιση κινδύνου και τις πρόσφατες εκδόσεις ομολόγων, ωστόσο παραμένουν άνετες με τις προοπτικές για το οικονομικό έτος 2024, υποθέτοντας έως και τρεις μειώσεις επιτοκίων και μετατόπιση των καταθέσεων σε λογαριασμούς προθεσμίας.
Το στοίχημα για τα ΝPLs
Αυτή τη στιγμή υπάρχει ένα απόθεμα μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων ύψους περίπου 69,5 δισ. ευρώ στην Ελλάδα στα χέρια εξειδικευμένων διαχειριστών μη εξυπηρετούμενων δανείων και τα οποία θα μπορούσαν τελικά να επιστρέψουν στους τραπεζικούς ισολογισμούς καθώς τα δάνεια αυτά θεραπεύονται και επιστρέφουν σε καθεστώς επανεκτέλεσης (RPLs), όπως σημείωσαν οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών.
Οι τράπεζες είναι πρόθυμες να διερευνήσουν τις ευκαιρίες στα RPLs ως τομέα αξιοποίησης κεφαλαίων, καθώς το οικονομικό περιβάλλον συνεχίζει να βελτιώνεται. Οι εκτιμήσεις για τον δυνητικό όγκο κυμαίνονται από 10-15 δισ. ευρώ έως 30-40 δισ. ευρώ, με περίπου 6,5 δισ. ευρώ του συνολικού αποθέματος να κατατάσσονται επί του παρόντος ως εξυπηρετούμενα ή εκπρόθεσμα εξυπηρετούμενα.
Ο στόχος των μερισμάτων
Οι τράπεζες εμφανίστηκαν αισιόδοξες για την επιστροφή κεφαλαίου από το 2024, ενώ αναμένεται έγκριση από τον SSM για προσεκτική πληρωμή από τα κέρδη του 2023. Όπως έχει ήδη ανακοινωθεί, οι αρχικοί δείκτες διανομής μερισμάτων είναι μετριοπαθείς, κυμαινόμενοι από περίπου 10% για την Τρ. Πειραιώς έως πάνω από 25% για τη Eurobank και την ΕΤΕ, αλλά αναμένεται να αυξηθούν σταδιακά, φθάνοντας το 40%-50% τα επόμενα 2-3 χρόνια.
Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τους ισχυρούς δείκτες κεφαλαίου αφετηρίας, ιδίως για την ΕΤΕ και τη Eurobank, καθώς και την υψηλή οργανική παραγωγή κεφαλαίων που αναμένεται κατά τη διάρκεια των ετών 2024-206, η αντιμετώπιση του πλεονάζοντος κεφαλαίου καθίσταται όλο και πιο σημαντική. Ενώ η Eurobank υπογράμμισε τις συνεχιζόμενες εξαγορές και συγχωνεύσεις στην Κύπρο, η ΕΤΕ επικεντρώνεται στις αγορές χαρτοφυλακίου καθώς και στις συνεργασίες για τη διάθεση κεφαλαίων.
Οι επαναγορές βρίσκονται επίσης στο επίκεντρο, με την ΕΤΕ να ελπίζει να συμπληρώσει τα μερίσματα με μια «επιθετική» στρατηγική επαναγοράς από το επόμενο έτος και μετά. Επιπλέον, η τράπεζα παρακολουθεί τις εξελίξεις που σχετίζονται με την τελική τοποθέτηση του ΤΧΣ ενός ποσοστού 18% των μετοχών της που έχει στην κατοχή του.