ΓΔ: 1384.96 1.33% Τζίρος: 59.93 εκ. € Τελ. ενημέρωση: 15:42:30 DATA
DBRS
Φωτο: Shutterstock

DBRS: Ισχυρές οι προοπτικές για τις ελληνικές τράπεζες και το 2024

Τα δυνατά σημεία αλλά και αυτά που χρειάζονται περαιτέρω βελτίωση αναλύει ο οίκος αξιολόγησης, μετά τις ανακοινώσεις των μεγεθών των τεσσάρων συστημικών τραπεζών.

Θετική πορεία αναμένει ότι θα ακολουθήσουν τα μεγέθη των τεσσάρων συστημικών τραπεζών και το 2024, ο οίκος αξιολόγησης DBRS, ο οποίος σε report του σχολιάζει τα αποτελέσματά τους για το προηγούμενο έτος. 

Παράλληλα εκτιμά ότι η «όρεξη» των επενδυτών για τις ελληνικές τραπεζικές μετοχές θα συνεχιστεί, με τον Αντρέα Κοστάντζο, αντιπρόεδρο της ομάδας αξιολόγησης των ευρωπαϊκών τραπεζών για τον οίκο να υποστηρίζει ότι «τα υψηλότερα βασικά έσοδα και ο έλεγχος του κόστους στήριξαν τα αποτελέσματα το 2023, παρά την κάποια αύξηση του πιστωτικού κόστους. Η βελτιωμένη ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα, καθώς και οι πρόσφατες καλές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας οδήγησαν τελικά σε αύξηση της διάθεσης των επενδυτών, επιτρέποντας στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) να ολοκληρώσει σχεδόν την αποεπένδυση από τις συστημικές τράπεζες».

Στο report σημειώνεται ότι οι τέσσερις συστημικές τράπεζες – Alpha Bank, Eurobank, Εθνική Τράπεζα και Τράπεζα Πειραιώς- ανακοίνωσαν συνολικά καθαρά κέρδη ύψους 3,6 δισ. ευρώ για το οικονομικό έτος 2023 μειωμένα κατά 4% σε ετήσια βάση, αν και το 2022 περιλάμβανε σημαντικά μη επαναλαμβανόμενα κέρδη από συναλλαγές και άλλα έσοδα. 

Τα υψηλότερα βασικά έσοδα και ο έλεγχος του κόστους στήριξαν τα αποτελέσματα το 2023, παρά το ότι υπήρξε κάποια αύξηση του πιστωτικού κόστους. Η μέση απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROE) ήταν 12,1% το 2023, από 14,6% το 2022. Τα έσοδα το 2023 ενισχύθηκαν από την έντονη αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους (NII), καθώς τα χαρτοφυλάκια δανείων και χρεογράφων φέρουν υψηλότερες αποδόσεις, ενώ το κόστος χρηματοδότησης των καταθέσεων αυξήθηκε οριακά. 

Το NII θα μειωθεί πιθανότατα το 2024, αντανακλώντας κυρίως τις αναμενόμενες, αν και ενδεχομένως πιο αργές, μειώσεις των επιτοκίων, καθώς και το υψηλότερο κόστος καταθέσεων και χρηματοδότησης χονδρικής και τον υψηλότερο ανταγωνισμό για τον όγκο των δανείων.

Ωστόσο, τα περιθώρια κέρδους αναμένεται να παραμείνουν εύρωστα, καθώς οι τράπεζες έχουν επίσης προβεί σε αντιστάθμιση κινδύνου στο πλαίσιο των αναμενόμενων χαμηλότερων επιτοκίων για να κλειδώσουν κάποιο όφελος από το NII και να μειώσουν την ευαισθησία του NII στις μεταβολές των επιτοκίων. Η αυστηρή πειθαρχία στο κόστος παρά τις πληθωριστικές πιέσεις συνέβαλε στη στήριξη της λειτουργικής κερδοφορίας. 

Το 2023, το κόστος κινδύνου (CoR) ήταν ελαφρώς αυξημένο σε σύγκριση με το 2022, αλλά παραμένει σημαντικά χαμηλότερο από τα επίπεδα του πρόσφατου παρελθόντος. Το CoR στην Ελλάδα θα παραμείνει πιθανότατα πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στο εγγύς μέλλον, καθώς το προφίλ κινδύνου εξακολουθεί να εμφανίζεται ασθενέστερο, αν και ουσιαστικά βελτιωμένο, σε σχέση με την Ευρώπη, και οι τράπεζες παραμένουν γενικά επιφυλακτικές όσον αφορά τους μελλοντικούς κινδύνους ποιότητας ενεργητικού στο τρέχον περιβάλλον. 

Η ρευστότητα του τομέα επωφελείται από τη μεγάλη και σταθερή καταθετική βάση και οι αποπληρωμές του TLTRO III προχωρούν σύμφωνα με το σχέδιο. Τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας έχουν ενισχυθεί, ωστόσο η ποιότητα των κεφαλαίων παραμένει αδύναμη. 

Η πορεία των εσόδων από τόκους 

Ισχυρή αύξηση του ΝΙΙ και πειθαρχία στο κόστος ενισχύουν τη λειτουργική κερδοφορία Το 2023, τα συνολικά έσοδα αυξήθηκαν κατά 10% σε ετήσια βάση, κυρίως χάρη στο ΝΙΙ και, σε μικρότερο βαθμό, στις καθαρές αμοιβές, και παρά τα σημαντικά χαμηλότερα εφάπαξ κέρδη από συναλλαγές και λοιπά έσοδα. Τα βασικά έσοδα (NII και καθαρές αμοιβές) αυξήθηκαν κατά 40% σε ετήσια βάση το 2023. Το 2023, το συνολικό NII αυξήθηκε κατά 51% σε ετήσια βάση, καθώς τα χαρτοφυλάκια δανείων και χρεογράφων των τραπεζών ανατιμήθηκαν ταχύτερα από ό,τι οι υποχρεώσεις τους, παρά τη σχετική στροφή προς τις καταθέσεις με υψηλότερες απολαβές. 

Σύμφωνα με τον οίκο το NII θα μειωθεί πιθανότατα, αντανακλώντας κυρίως τις αναμενόμενες, αν και ενδεχομένως πιο αργές, μειώσεις των επιτοκίων, καθώς και το υψηλότερο κόστος καταθέσεων και χονδρικής χρηματοδότησης και τον υψηλότερο ανταγωνισμό για τον όγκο των δανείων. Το ανώτατο όριο επιτοκίου που ισχύει επί του παρόντος για τα εγχώρια ενυπόθηκα δάνεια λιανικής, καθώς και η μηδενική αμοιβή για τα υποχρεωτικά αποθεματικά που τηρούνται στην κεντρική τράπεζα αποτελούν πρόσθετη τροχοπέδη για το ΝΙΙ. 

Ωστόσο, οι τράπεζες εφαρμόζουν στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνων με φόντο την προσδοκία χαμηλότερων βασικών επιτοκίων στην ΕΚΤ, προκειμένου να κατοχυρώσουν κάποιο όφελος για το ΝΙΙ και να μειώσουν τη μελλοντική ευαισθησία του ΝΙΙ στις μεταβολές των επιτοκίων. Ως εκ τούτου, τα καθαρά περιθώρια επιτοκίου (NIM) θα παραμείνουν πιθανότατα εύρωστα το 2024. Το 2023, οι καθαρές προμήθειες αυξήθηκαν κατά 7% σε ετήσια βάση, κυρίως λόγω των δραστηριοτήτων συναλλαγών και χορηγήσεων, καθώς και λόγω της υψηλότερης συνεισφοράς των επενδυτικών δραστηριοτήτων και των δραστηριοτήτων bancassurance. 

Παρ' όλα αυτά, το μείγμα εσόδων των τραπεζών παραμένει μέτρια διαφοροποιημένο, καθώς οι καθαρές αμοιβές αντιπροσώπευαν μόλις το 17% των συνολικών εσόδων το 2023. Το λειτουργικό κόστος αυξήθηκε μόλις 1% σε ετήσια βάση το 2023, παρά τις πληθωριστικές πιέσεις, και ο μέσος δείκτης κόστους προς έσοδα διαμορφώθηκε στο ισχυρό 33% το έτος, από 38% το 2022. 

Οι υψηλότερες δαπάνες προσωπικού για την αντιμετώπιση του υψηλότερου κόστους ζωής σε συνδυασμό με περαιτέρω δαπάνες αναδιάρθρωσης και υψηλότερες επενδύσεις για την ψηφιοποίηση θα οδηγήσουν πιθανότατα σε αύξηση της βάσης κόστους των τραπεζών στο εγγύς μέλλον.  Ωστόσο, η λειτουργική αποδοτικότητα αναμένεται να παραμείνει σχετικά ισχυρή. Το συνολικό εισόδημα προ προβλέψεων και φόρων (IBPT) αυξήθηκε κατά 15% σε ετήσια βάση το 2023.

Παραμένει υψηλό το κόστος κινδύνου

Το 2023, οι προβλέψεις για επισφάλειες (LLPs) αυξήθηκαν κατά 6% σε ετήσια βάση, παρά τα ισχυρότερα προφίλ κινδύνου και τις περιορισμένες νέες εισροές σε μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs). Η αύξηση των LLPs οφειλόταν κυρίως σε προβλέψεις που είχαν προκαταβληθεί για πρόσθετη μείωση του κινδύνου, καθώς οι τράπεζες παραμένουν γενικά επιφυλακτικές όσον αφορά τους μελλοντικούς κινδύνους για την ποιότητα του ενεργητικού, δεδομένων των υψηλών επιτοκίων και της επιβράδυνσης, αν και μικρότερης από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, της οικονομικής δραστηριότητας. 

Το μέσο κόστος κινδύνου (CoR) διαμορφώθηκε σε πολύ υψηλά επίπεδα, στις 107 μ.β. το 2023, ελαφρώς αυξημένο από 100 μ.β. το 2022, αλλά σημαντικά χαμηλότερο από ό,τι τα προηγούμενα έτη. Παρόλο που υπάρχει περιθώριο μείωσης του CoR, δεδομένης της σημαντικής βελτίωσης του προφίλ κινδύνου των τραπεζών, αναμένεται ότι το CoR θα παραμείνει πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στο προσεχές μέλλον, καθώς το προφίλ ποιότητας ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών εξακολουθεί να συγκρίνεται σχετικά δυσμενώς κατά μέσο όρο και ενδέχεται να υπάρξει μεγαλύτερη επιδείνωση των δανειακών βιβλίων στο τρέχον περιβάλλον.

Η εικόνα για την ποιότητα ενεργητικού

Τα προφίλ ποιότητας ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών συνέχισαν να βελτιώνονται το 2023, χάρη στην οργανική δραστηριότητα εξυγίανσης και στις πωλήσεις, καθώς και στις περιορισμένες νέες εισροές μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, και παρά τον υποτονικό όγκο νέων δανείων. 

Ως αποτέλεσμα, ο μέσος ακαθάριστος και καθαρός δείκτης NPE μειώθηκε σε 4,1% και 1,4% αντίστοιχα στο τέλος του 2023 από 6,2% και 2,6% στο τέλος του 2022. Το μέσο επίπεδο κάλυψης των NPE, με βάση τις συνολικές προβλέψεις, ενισχύθηκε σε περίπου 66% από 60% την ίδια περίοδο. Η σωρευτική μείωση του αποθέματος των ακαθάριστων NPEs από το 2019 έως το 2023 έφτασε το αξιοσημείωτο 91%, που επιτεύχθηκε κυρίως μέσω των εκποιήσεων και των τιτλοποιήσεων στο πλαίσιο του Ελληνικού Συστήματος Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων (Hellenic Asset Protection Scheme - HAPS). 

Σύμφωνα με την ΕΚΤ, η ετήσια συρρίκνωση των δανείων προς τα νοικοκυριά στον ελληνικό τραπεζικό κλάδο ήταν 1,7% τον Ιανουάριο του 2024, γεγονός που συγκρίνεται με τη μέση αύξηση 0,3% στη ζώνη του ευρώ. Η Ελλάδα έχει σταθερά χειρότερες επιδόσεις από τη ζώνη του ευρώ σε αυτόν τον τομέα το τελευταίο διάστημα, γεγονός που αντανακλά κυρίως την υποτονική χορήγηση νέων ενυπόθηκων δανείων ως αποτέλεσμα κληρονομιάς από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και την κρίση του ελληνικού δημόσιου χρέους. 

Αντίθετα, το χαρτοφυλάκιο επιχειρηματικών δανείων αυξήθηκε κατά 5,1% σε ετήσια βάση στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 2024 έναντι μέσης αύξησης 0,2% στη ζώνη του ευρώ, παρά την αυστηροποίηση των προτύπων δανεισμού, τα υψηλά επιτόκια και τις υψηλές αποπληρωμές. Αυτό οφείλεται κυρίως στις συνολικά καλύτερες επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, καθώς και στην εκταμίευση δανείων που συνδέονται με την ανάπτυξη της χώρας και τα κονδύλια του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ (RRF), τα οποία διοχετεύονται μέσω των τραπεζών στην Ελλάδα. 

Εκτιμάται ότι τα έργα του RRF θα συνεχίσουν να στηρίζουν τον όγκο των δανείων και ότι τα νέα στεγαστικά δάνεια θα παρουσιάσουν κάποια ανάκαμψη. Αυτό, σε συνδυασμό με την πρόσθετη μείωση του κινδύνου, θα συμβάλει στον μετριασμό των αναμενόμενων αρνητικών επιπτώσεων στην ποιότητα του ενεργητικού, επιτρέποντας στις τράπεζες να διατηρήσουν συνολικά υγιή προφίλ κινδύνου σε σύγκριση με το παρελθόν.

Περισσότερες εκδόσεις MREL

Οι ελληνικές τράπεζες χρηματοδοτούνται κυρίως μέσω των καταθέσεων, με τις καταθέσεις πελατών να αντιπροσωπεύουν περίπου το 86% της συνολικής χρηματοδότησης στο τέλος του 2023, οι οποίες προέρχονται κυρίως από πελάτες λιανικής που είναι λεπτομερείς και τυπικά ανθεκτικές. 

Τα υψηλότερα επιτόκια και η αναζήτηση προϊόντων με υψηλότερες αποδόσεις οδήγησαν σε αποπληρωμές δανείων και εκροές καταθέσεων το α' τρίμηνο του 2023. Ωστόσο, οι καταθέσεις έχουν γενικά ανακάμψει από τότε και παρέμειναν 26% υψηλότερες στο τέλος του 2023 από το επίπεδο στο τέλος του 2019. Οι πελάτες μετατόπισαν ολοένα και περισσότερο την προτίμησή τους στις προθεσμιακές καταθέσεις κατά τη διάρκεια του 2023 λόγω της ενσωματωμένης υψηλότερης αμοιβής τους, αν και χαμηλότερα από τις αρχικές προσδοκίες.

Η χρηματοδότηση από την ΕΚΤ αποτελεί τη δεύτερη κύρια πηγή χρηματοδότησης για τις ελληνικές τράπεζες, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 6% του συνόλου στο τέλος του 2023. Οι ελληνικές τράπεζες διέθεταν περίπου 14 δισ. ευρώ χρηματοδότησης από την ΕΚΤ στις αρχές Φεβρουαρίου 2024, η οποία αποτελείται εξ ολοκλήρου από το TLTRO III, μειωμένη κατά 72% από τις αρχές Νοεμβρίου 2022 και αντιπροσωπεύει περίπου 4% του συνόλου του Ευρωσυστήματος. 

Τα ανεξόφλητα κεφάλαια TLTRO III για τις ελληνικές τράπεζες συγκρίνονται ευνοϊκά με τις ελεύθερες καταθετικές διευκολύνσεις που διατηρούν στην ΕΚΤ ύψους περίπου 28 δισ. ευρώ. Τα εκδοθέντα χρεόγραφα αντιστοιχούσαν μόλις στο 5% της χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών στο τέλος του 2023, αν και οι τράπεζες εκδίδουν συχνότερα τελευταία και αναμένουμε ότι η τάση αυτή θα συνεχιστεί, δεδομένης της υποχρέωσής τους να πληρούν τις τελικές κανονιστικές απαιτήσεις MREL έως το τέλος του 2025. Η θέση ρευστότητας του τομέα παραμένει υγιής με μέσο Δείκτη Κάλυψης Ρευστότητας (LCR) πολύ πάνω από 200%, μέσο Δείκτη Καθαρής Σταθερής Χρηματοδότησης (NSFR) γύρω στο 135% και μέσο Δείκτη Δανείων προς Καταθέσεις 67% στο τέλος του 2023.

Η κεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών συνέχισε να ενισχύεται το 2023, υποστηριζόμενη από τη συνεχή δημιουργία κερδών και τις εκδόσεις που λαμβάνονται υπόψη στο εποπτικό κεφάλαιο. 

Στο τέλος του 2023, ο μέσος δείκτης CET1 ήταν 15,6%, ενώ ο μέσος δείκτης συνολικών κεφαλαίων με πλήρη φόρτιση ήταν 19%, αντίστοιχα από 14% και 17% στο τέλος του 2022. Αυτό το επίπεδο των κεφαλαιακών δεικτών εξασφαλίζει επαρκή μέσα αποθέματα ασφαλείας περίπου 560 μ.β. και 430 μ.β. αντίστοιχα για το CET1 και το Συνολικό Κεφάλαιο πάνω από τις ελάχιστες εποπτικές απαιτήσεις, αφού ληφθούν υπόψη οι πληρωμές μερισμάτων, τις οποίες οι ελληνικές τράπεζες αναμένουν να επαναλάβουν το 2024 με την επιφύλαξη των εποπτικών εγκρίσεων, αν και με αρχικά μέτρια ποσοστά πληρωμών. 

Παρ' όλα αυτά, η ποιότητα των κεφαλαίων παραμένει σχετικά αδύναμη, με τις αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις (DTC) να αντιπροσωπεύουν περίπου το 56% των κεφαλαίων CET1 στο τέλος του 2023, αν και μειωμένες από το 63% ένα χρόνο νωρίτερα. Εκτιμάται ότι η συνεχιζόμενη επιτυχημένη διαδικασία αποεπένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) από τις ελληνικές συστημικές τράπεζες αποτελεί απόδειξη της βελτιωμένης ανθεκτικότητας του ελληνικού τραπεζικού τομέα, καθώς και των πρόσφατων καλών επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας, οι οποίες οδήγησαν τελικά σε αύξηση της διάθεσης των επενδυτών στη χώρα και στον χρηματοπιστωτικό τομέα. 
 

Google news logo Ακολουθήστε το Business Daily στο Google news

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΓΟΡΕΣ

DBRS: Γιατί ξεχωρίζουν οι ελληνικές τράπεζες, οι προοπτικές για το 2024

Τα υψηλότερα επιτοκιακά περιθώρια εμφανίζουν οι τράπεζες σε Ελλάδα, Ιρλανδία και Πορτογαλία, όπως σημειώνει ο οίκος αξιολόγησης, εκτιμώντας ότι η κερδοφορία θα συνεχίσει να είναι ισχυρή.