Ένα σχέδιο στήριξης οικονομικά ευάλωτων δανειοληπτών με περιορισμένη περίμετρο δικαιούχων αναμένεται να προτείνουν στο υπουργείο Οικονομικών οι τράπεζες σε δύο εβδομάδες. Το κόστος αυτού του σχεδίου στήριξης δανειοληπτών που θα δυσκολευθούν να καλύψουν τις δόσεις τους λόγω των αυξημένων επιτοκίων θα επωμισθούν οι τράπεζες, καθώς ο υπουργός Οικονομικών ξεκαθάρισε χθες ότι δεν πρόκειται να υπάρξει συνδρομή από τον κρατικό προϋπολογισμό με επιδοτήσεις, ώστε να «στηθεί» ένα νέο πρόγραμμα τύπου «Γέφυρα», όπως είχε προτείνει η πλευρά των τραπεζών.
Σύμφωνα με πληροφορίες, σε δύο εβδομάδες οι τράπεζες θα καταθέσουν ένα σχέδιο για την ενίσχυση ενήμερων δανειοληπτών, που ανήκουν σε οικονομικά αδύναμες κοινωνικές ομάδες. Η περίμετρος του σχεδίου θα καλύψει περίπου 30.000 δανειολήπτες, με συνολικό ύψους δανείων 2 δισ. ευρώ. Προς το παρόν δεν είναι σαφές ποια κριτήρια, εισοδηματικά, περιουσιακά, επιβάρυνσης από την αύξηση επιτοκίων και συμπεριφοράς στην εξυπηρέτηση των δανείων, θα χρησιμοποιηθούν για την επιλογή των δικαιούχων.
Όπως αναφέρουν τραπεζικές πηγές, το σχέδιο αυτό θα πρέπει να αξιολογηθεί και να δοθεί η σύμφωνη γνώμη του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αρχικά, οι τράπεζες επεδίωξαν αρχικά ένα σχέδιο τύπου «Γέφυρα», όπου το Δημόσιο θα συνέβαλε με δικές του επιδοτήσεις στο κόστος ενίσχυσης των δανειοληπτών, προκειμένου να μην υπάρξουν σοβαρές επιβαρύνσεις στις τράπεζες από τους εποπτικούς κανόνες που θα επέβαλαν να περάσουν δάνεια στην κατηγορία των μη εξυπηρετούμενων και να σχηματισθούν πρόσθετες προβλέψεις. Οι τράπεζες έχουν θέσει ως προϋπόθεση για τη στήριξη δανειοληπτών να μην αλλάξουν κατηγορία τα δάνεια.
Τραπεζικές πηγές εκτιμούν ότι θα απαιτηθεί τουλάχιστον ένας μήνας για την αξιολόγηση του σχεδίου από την ΕΚΤ. Σημειώνουν, μάλιστα, ότι το ισπανικό σχέδιο για οριζόντια μέτρα στήριξης των δανειοληπτών από τις τράπεζες, κατόπιν σχετικής συμφωνίας κυβέρνησης – τραπεζών, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα εφαρμοσθεί, λόγω των ενστάσεων που έχει η εποπτική αρχή.
Το θέμα της στήριξης δανειοληπτών που εξυπηρετούν δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου με ενέχυρο πρώτης κατοικίας και είναι συνεπείς στις πληρωμές, αλλά αντιμετωπίζουν δυσκολίες με την αύξηση των ευρωπαϊκών επιτοκίων έχει φανεί από την πρώτη συνάντηση του Χρ. Σταϊκούρα με τους τραπεζίτες ότι δεν μπορεί να λυθεί εύκολα, αλλά υπάρχει έντονη πολιτική πίεση και στις δύο πλευρές για ανάληψη δράσης, καθώς έχει περάσει στο επίκεντρο της προεκλογικής αντιπαράθεσης σε μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο.
Η κυβέρνηση έχει ανεβάσει τον πήχη των προσδοκιών για μια σημαντική παρέμβαση, καθώς ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης δεσμεύθηκε, μιλώντας πρόσφατα στην Πάτρα, ότι θα αναληφθεί σύντομα μια κυβερνητική πρωτοβουλία. «Επειδή υπάρχει αύξηση του κόστους δανεισμού, έχω ζητήσει από το ΥΠΟΙΚ να εξαντλήσουμε ό,τι μπορούμε να κάνουμε για τους συνεπείς δανειολήπτες σε συνεννόηση με τις τράπεζες», είχε τονίσει ο πρωθυπουργός.
Το μεγάλο αναπάντητο ερώτημα είναι ποιος θα πληρώσει τον «λογαριασμό» αυτής της στήριξης. Στην προηγούμενη συνάντηση, ο υπουργός Οικονομικών είχε προκρίνει το ισπανικό μοντέλο, όπου το κόστος μιας οριζόντιας ρύθμισης για διευκόλυνση των δανειοληπτών αναλαμβάνουν οι τράπεζες, ενώ φέρεται να προειδοποίησε τους τραπεζίτες ότι, σε περίπτωση που χρειασθεί να συμβάλει ο προϋπολογισμός, το κόστος και πάλι θα καλυφθεί από τις τράπεζες με έναν έκτακτο φόρο στην κερδοφορία τους. Στο Λονδίνο, όμως, πριν από λίγες ημέρες, ο πρωθυπουργός απέκλεισε, μιλώντας στην εκδήλωση του Χρηματιστηρίου, την επιβολή ενός έκτακτου φόρου στις τράπεζες.
Η χθεσινή, δεύτερη συνάντηση εκπροσώπων των συστημικών τραπεζών και της Τράπεζας της Ελλάδος με τον υπουργό Οικονομικών ήταν σύντομη και δεν κατέληξε σε κάποια συμφωνία. Ο Χρ. Σταϊκούρας ξεκαθάρισε ότι δεν γίνονται δεκτές οι προτάσεις των τραπεζών για ένα νέο πρόγραμμα τύπου «Γέφυρα», με το οποίο θα επιδοτηθούν οι δόσεις των δανείων και συμφωνήθηκε ότι οι τράπεζες θα επανέλθουν σε δύο εβδομάδες με νέες προτάσεις για την προστασία των ευάλωτων δανειοληπτών, που δεν θα έχουν δημοσιονομικό κόστος.
Μάλιστα, ο κ. Σταϊκούρας δικαιολόγησε την απόφαση της κυβέρνησης να μην επιβαρυνθεί ο προϋπολογισμός επικαλούμενος όχι μόνο τα περιορισμένα περιθώρια που υπάρχουν το 2023 για νέες επιδοτήσεις (το αποθεματικό για έκτακτες ανάγκες είναι 1 δισ. ευρώ και μπορεί να εξαντληθεί γρήγορα αν ανεβούν πολύ οι τιμές του φυσικού αερίου και του ρεύματος), αλλά και την ανάγκη να μην ληφθούν μέτρα που θα αντιστρατεύονται τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, καλύπτοντας με επιδοτήσεις την αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης των δανείων, η οποία είναι ένα μέσο για τη μείωση των πληθωριστικών πιέσεων.
Στην ανακοίνωσή του, το υπουργείο κάνει λόγο περί συμφωνίας για την «κατάθεση πρότασης των τραπεζών για πρόγραμμα στήριξης ενήμερων ευάλωτων δανειοληπτών, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τους ευρωπαϊκούς εποπτικούς κανόνες, χωρίς δημοσιονομικό κόστος».
Σε δύο εβδομάδες, λοιπόν, όταν θα είναι γνωστό και το ύψος της νέας αύξησης επιτοκίων από την ΕΚΤ (0,50% ή 0,75%, μετά τη σωρευτική αύξηση κατά 2% από το καλοκαίρι) οι τράπεζες θα επανέλθουν στο τραπέζι των συζητήσεων με τον υπουργό Οικονομικών, με την προοπτική το σχέδιο στήριξης που θα συμφωνηθεί να τεθεί σε εφαρμογή στις αρχές του επόμενου χρόνου.
Τότε θα αρχίσει να δίνεται και η απάντηση σε ένα βασικό ερώτημα, που αφορά την περίμετρο του προγράμματος στήριξης, άρα και τα κριτήρια που θα εφαρμοσθούν για να επιλεγούν οι δικαιούχοι. Σύμφωνα με πληροφορίες, το υπουργείο Οικονομικών θέλει ένα πρόγραμμα που θα καλύψει περίπου 70.000 δανειολήπτες για δάνεια με ενέχυρο κύριας κατοικίας με κυμαινόμενο επιτόκιο, ενώ πολύ μικρότερη περίμετρο, όπως προαναφέρθηκε, επιδιώκουν να ορίσουν οι τράπεζες.
Από την πλευρά των τραπεζών επισημαίνεται ότι το πρόβλημα με την αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης των δανείων δεν είναι μεγάλο, καθώς στην πλειονότητά τους οι δανειολήπτες συνεχίζουν να τα εξυπηρετούν και δεν παρατηρείται σοβαρή αύξηση καθυστερήσεων. Επιπλέον, τονίζεται ότι οι ρυθμίσεις που θα γίνουν δεν θα πρέπει να οδηγήσουν σε μετατροπή εξυπηρετούμενων δανείων (δάνεια σταδίου Ι και ΙΙ, σύμφωνα με τους λογιστικούς κανόνες) σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια (σταδίου ΙΙΙ), καθώς σε αυτή την περίπτωση οι τράπεζες θα πρέπει να σχηματίσουν πλήρεις προβλέψεις που θα επιβαρύνουν σοβαρά την κερδοφορία και την κεφαλαιακή τους βάση.
Σημειώνεται ότι το θέμα της στήριξης δανειοληπτών δεν είναι το μόνο που έχει θέσει το υπουργείο Οικονομικών και περιμένει απαντήσεις από τις τράπεζες. Ο κ. Σταϊκούρας έχει ζητήσει, επίσης, προτάσεις για αύξηση της εγκρισιμότητας αιτήσεων για ρύθμιση με τον Εξωδικαστικό Μηχανισμό, αύξηση επιτοκίων καταθέσεων και μείωση των επιτοκίων χορηγήσεων, καθώς και επαναξιολόγηση του κόστους προμηθειών των τραπεζών στις απλές τραπεζικές συναλλαγές.