Ένα από τα προβλήματα που αντιμετώπισαν αρκετοί επιχειρηματίες στη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων, ήταν το γεγονός ότι αδυνατούσαν να διαμορφώσουν ένα αξιόπιστο bughet για το 2023, το οποίο βεβαίως θα έχει υψηλό βαθμό αξιοπιστίας.
Όπως εξηγούσε μιλώντας προς το BD κορυφαίος επιχειρηματίας από τον κλάδο του λιανεμπορίου –εκτός των τροφίμων- «δεν μπορώ να συγκροτήσω προϋπολογισμό για το 2023, δεν μπορώ να προβλέψω την μεγέθυνση του ΑΕΠ, δεν μπορώ να προβλέψω την εξέλιξη του πληθωρισμού, ως εκ τούτου το διαθέσιμο καταναλωτικό εισόδημα και φυσικά δεν μπορώ να εκτιμήσω την πορεία των πωλήσεων που θα έχει η εταιρεία μου».
Δεν είναι ο μόνος. Στέλεχος πολυεθνικού ομίλου, μιλώντας προς το BD, έλεγε ότι «τους επόμενους 12 ως 24 μήνες, δηλαδή ως το τέλος του 2024, τα πράγματα στην αγορά θα είναι ως πολύ δύσκολα. Ως εκ τούτου είναι εξαιρετικά παρακινδυνευμένο να γίνουν προγνώσεις. Σ΄αυτή την περίπτωση καταγράφουμε ενδεχόμενα και πιθανά σενάρια».
Αλλά και γενικότερα στην ερώτηση «τι εκτιμάτε για το 2023», η σχεδόν μόνιμη απάντηση είναι «δεν μπορώ να προβλέψω τίποτα και ποιος μπορεί να πει τι θα γίνει τον επόμενο χρόνο».
Βέβαια, στην πιο δύσκολη θέση βρίσκονται οι εταιρείες που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο, διότι οι προβλέψεις τους προς τους μετόχους τους πρέπει να είναι κατά το δυνατόν αξιόπιστες – εξαιρούνται βέβαια αρκετές, όπως π.χ. των κατασκευών, που «βλέπουν» μπροστά τους τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης.
Στην κατηγορία των εισηγμένων εταιρειών τα πράγματα είναι πιο δύσκολα κι ο «πονοκέφαλος» μεγαλύτερος. Όπως επίσης και στις περιπτώσεις των επιχειρήσεων που έχουν υψηλό χρηματοοικονομικό κόστος κι οι τραπεζίτες έχουν βάλει το EBITDA στο μικροσκόπιο τους.
Οι εισηγμένες και οι υπερδανεισμένες –που δεν πηγαίνουν κατ΄ανάγκη άσχημα– είναι δύο κατηγορίες εταιρειών των οποίων οι διοικήσεις δεν καλούνται μόνο να προβλέψουν μία χρονιά όχι μόνο άδηλη, αλλά και με ένα διεθνές περιβάλλον ύφεσης.
Στην αγορά των καταναλωτικών προϊόντων -στην πλειονότητα των επιμέρους κλάδων- καταγράφονται πληθωριστικές πωλήσεις και υποχώρηση του όγκου των πωλούμενων προϊόντων. Η κόπωση της κατανάλωσης είναι εμφανής. Πριν ακόμη τελειώσει του 2022, αρκετοί επιχειρηματίες προβληματίζονται με τον εφιαλτικό Ιανουάριο –είναι ο μήνας που διαδέχεται τον σχετικά καλό Δεκέμβριο και οι πωλήσεις συνήθως ξεκινούν με αρνητικό πρόσημο ακόμη και στις καλές χρονιές, πόσο μάλλον τώρα που οι εποχές είναι ταραγμένες. Το μέγεθος της πτώσης του Ιανουαρίου όχι μόνο έναντι του παρελθόντος Δεκεμβρίου αλλά και έναντι του αντίστοιχου προηγούμενου μήνα είναι ένα στοίχημα.
Έτσι λοιπόν, τα όσα συνέβησαν στη διάρκεια του 2022 σίγουρα προκάλεσαν εντάσεις, ανησυχία, προβληματισμό και ενεργοποίησαν τα αμυντικά αντανακλαστικά της επιχειρηματικής κοινότητας και της κάθε μιας εταιρείας ξεχωριστά. Όλα αυτά όμως ανήκουν στο παρελθόν. Σε ενάμιση μήνα θα έχει τελειώσει το 2022 και η έλευση του άγνωστου 2023 είναι επί θύραις.