Μια κινηματογραφική παραγωγή αποτελεί σε έναν βαθμό πρόκληση για το περιβάλλον, μεταξύ άλλων συνεισφέροντας σημαντικά στις εκπομπές ρύπων του διοξειδίου του άνθρακα (CO2), γεγονός που έχει οδηγήσει πολλούς ανθρώπους του χώρου να εργάζονται συνειδητά για πιο «πράσινο» κινηματογράφο, με το σύνθημα «No planet, no filming» («χωρίς πλανήτη, δεν υπάρχουν κινηματογραφικά γυρίσματα»).
Ένας από αυτούς είναι ο Tim Wagendorp (Τιμ Βάγκεντορπ), συντονιστής αειφορίας στο Οπτικοακουστικό Ταμείο Φλάνδρας (Flanders Audiovisual Fund) στο Βέλγιο, ο οποίος βρέθηκε πρόσφατα στη Θεσσαλονίκη, ως ομιλητής σε ημερίδα του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου (ΕΚΚ) και του Γραφείου «Δημιουργική Ευρώπη MEDIA», για την παρουσίαση του προγράμματος «Traveling Docs» στο 24ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ.
Πόσο επιβαρυντική είναι τελικά, σε επίπεδο εκπομπών CO2, μια κινηματογραφική παραγωγή; Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Tim Wagendorp, σε διαδικτυακή συνέντευξη από το Βέλγιο, βάσει πρόσφατης διεθνούς έρευνας μια κινηματογραφική παραγωγή υψηλού προϋπολογισμού -πάνω από 70 εκατ. δολ- για τα δεδομένα της Ευρώπης εκτιμάται ότι παράγει περίπου 2.480 τόνους CO2 (σ.σ. δηλαδή όσο δεκάδες νοικοκυριά σε έναν ολόκληρο χρόνο).
«Πέρυσι έγινε έρευνα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, βάσει της οποίας η μέση κινηματογραφική παραγωγή μεγάλου μήκους στην Ευρώπη παράγει περίπου 192 τόνους. Στη Φλαμανδία, όπου μετράμε από το 2013 τον αντίκτυπο της κινηματογραφικής παραγωγής και ως προς τις εκπομπές CO2, ο αντίστοιχος αριθμός για μια ταινία προϋπολογισμού 2 εκατ. ευρώ είναι 73 τόνοι. Δηλαδή, μια μικρή βελγική παραγωγή διάρκειας 40 ημερών παράγει σε ρύπους CO2 ό, τι παράγουν σε έναν χρόνο δέκα νοικοκυριά για θέρμανση, ψύξη, φαγητό και μετακινήσεις» εξηγεί.
Πώς μπορεί μια χώρα όπως η Ελλάδα, που τώρα διεκδικεί τη θέση της στον διεθνή χάρτη με τις τοποθεσίες για κινηματογραφικές παραγωγές, να συνεισφέρει στην προσπάθεια για έναν βιώσιμο κινηματογράφο; «Η Ελλάδα προσφέρει ένα μοναδικό μείγμα φυσικών τοπίων και πολιτιστικής κληρονομιάς ... Υπάρχει λοιπόν ανάγκη για καλές προδιαγραφές σχετικά με τον τρόπο προστασίας αυτών των τοποθεσιών κατά την κινηματογραφική λήψη. Δεν υπάρχει ανάγκη να αναπτυχθεί στην Ελλάδα όλη η γνώση από το μηδέν -μπορεί να τελειοποιηθεί ό,τι ήδη υπάρχει. Υπάρχουν πολλές κατευθυντήριες γραμμές για την πράσινη κινηματογραφική παραγωγή. Η πρόκληση θα μπορούσε να είναι να σκεφτούμε πληροφορίες "ειδικά για την Ελλάδα", όπως τους τοπικούς παρόχους υπηρεσιών και την καινοτομία που παράγεται επιτόπου, τη διατήρηση της φύσης και της πολιτιστικής κληρονομιάς» καταλήγει.
Ήδη, το Film Office της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας δικτυώθηκε, κατ΄ανακοίνωσή του, με τον κινηματογραφικό οργανισμό Flanders Audiovisual Fund, με τον οποίο συζητήθηκε η προοπτική συνεργασίας σε θέματα διαμόρφωσης και διάχυσης καλών πρακτικών για τη βιώσιμη κινηματογραφική παραγωγή (green filming) μεταξύ περιφερειακών Film Offices στην Ευρώπη.
Απαντώντας στο ίδιο ερώτημα -για την Ελλάδα- η Άννα Κασιμάτη, υπεύθυνη του προγράμματος «Δημιουργική Ευρώπη MEDIA» του ΕΚΚ, λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ πως «η υιοθέτηση νέων στρατηγικών πράσινης κινηματογραφικής παραγωγής (...) στηρίζεται στην οικοδόμηση στρατηγικών συνεργασιών, προκειμένου να δημιουργηθούν οι λεγόμενες "συμμαχίες γνώσης". Άρα, κανένας δεν περισσεύει και κανένας δεν έχει νόημα να απέχει. Τα καλά νέα είναι ότι καθημερινά αναδύονται στον τομέα αποτελεσματικές, βιώσιμες διαδικασίες, παράλληλα με νέες θέσεις εργασίας (...). Η οπτικοακουστική βιομηχανία αποτελεί σημαντική και ραγδαία αναπτυσσόμενη δραστηριότητα στην Ελλάδα. Η εισαγωγή βιώσιμων πρακτικών δίνει την ευκαιρία, καταρχάς, να συμβάλουμε κι εμείς στην υλοποίηση του βασικού στόχου, της αντιμετώπισης των αρνητικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Ταυτόχρονα, μας τοποθετεί σε ένα περιβάλλον γόνιμης αλληλεπίδρασης, αποκτούμε πρόσβαση σε καινοτόμα σχέδια δράσης και στην εμπειρία άλλων χωρών, ώστε να δημιουργήσουμε μακροπρόθεσμο θετικό αντίκτυπο στον πολιτιστικό τομέα, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο».
Ως προς το πόσο επιβαρυντική είναι η κινηματογραφική βιομηχανία για το περιβάλλον, επισημαίνει πως δεν υπάρχει ακόμη παγκοσμίως αναγνωρισμένη υπολογιστική μέθοδος, που να επιτρέπει την καθολική μέτρηση και, ενδεχομένως, την επιβολή κυρώσεων κατά των ρυπογόνων συμπεριφορών.
«Ευτυχώς, αυτό δεν έχει σταματήσει την έρευνα με στόχο την αξιολόγηση, εξήγηση και μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος. Υπάρχουν αρκετές ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες, με κύριο στόχο την καταγραφή και ανάλυση των Δεδομένων. Ωστόσο, στη δική μας περίπτωση, η μειωμένη πρόσβαση σε Δεδομένα δεν είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο. Αυτό που μπορεί να θεμελιώσει τη βιώσιμη ανάπτυξη των σύγχρονων οπτικοακουστικών επιχειρήσεων και οργανισμών είναι η παροχή κινήτρων και η διασφάλιση μόνιμης διαδικασίας ενημέρωσης. Πιστεύω ότι η υιοθέτηση περισσότερων δράσεων ευαισθητοποίησης, η διοργάνωση ημερίδων και εκδηλώσεων, ακόμη και η δημιουργία περιφερειακών δικτύων προγραμμάτων επιμόρφωσης, θα λειτουργήσει βοηθητικά» καταλήγει η κ. Κασιμάτη.