Ρεκόρ δεκαετίας στις χορηγήσεις νέων δανείων, που έφθασαν τα 20,5 δισ. ευρώ, επιτεύχθηκε από τις τράπεζες το 2020, ενώ και το 2021 αναμένεται σημαντική αύξηση των δανείων, κατά 15 δισ. ευρώ, όπως τόνισε στη Βουλή ο πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, Γιώργος Χαντζηνικολάου. Ο πρόεδρος της ΕΕΤ δήλωσε ότι οι τράπεζες είναι έτοιμες να εφαρμόσουν το νέο σχέδιο Ηρακλής για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων, ενώ σημείωσε ότι εξετάζεται από τις τράπεζες η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος για την ίδρυση bad bank.
Ο πρόεδρος της ΕΕΤ ανέφερε στην ομιλία του ότι «το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, όχι μόνο τήρησε τις υποσχέσεις του, αλλά και τις υπερέβη. Μιλούσαμε για διοχέτευση ρευστότητας 15 δισ. ευρώ από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Φθάσαμε τα 20,5 δισ.ευρώ. Το ποσό αυτό αποτελεί την υψηλότερη ετήσια χρηματοδοτική ροή της τελευταίας δεκαετίας στη χώρα μας. Από τα 20,5 δισ.ευρώ, τα 14 δισ.ευρώ προήλθαν από τα δανειακά προγράμματα των τραπεζών. Επίσης, αξιοποιώντας τα προγράμματα της πολιτείας, χρηματοδοτήσαμε πάνω από 30 χιλιάδες, κυρίως μικρομεσαίες επιχειρήσεις, διοχετεύοντας προς αυτές 6,5 δισ. ευρώ από τα δύο εγγυοδοτικά προγράμματα της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, επιτυγχάντας επίδοση – ρεκόρ ως προς την απορροφητικότητα κεφαλαίων, που έφθασε το 95%».
Ο κ. Χαντζηνικολάου εξήγησε ότι, παρά την αύξηση των χρηματοδοτήσεων,
- «Δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση σε δανεισμό οι επιχειρήσεις και ιδιώτες που δεν ικανοποιούν τα βασικά τραπεζικά κριτήρια. Οι λόγοι που τα βασικά τραπεζικά κριτήρια ενδέχεται να μην ικανοποιούνται από αυτές τις οικονομικές μονάδες, είναι πολλοί: είτε γιατί έχουν μη εξυπηρετούμενα δάνεια, είτε γιατί έχουν αρρύθμιστες φορολογικές ή ασφαλιστικές εισφορές, είτε γιατί έχουν ξεπεράσει τα όρια των κρατικών επιχορηγήσεων, είτε έχουν αρνητικά ίδια κεφάλαια, ή γιατί είναι ήδη υπερδανεισμένες. Με άλλα λόγια, ανήκουν σε μια κατηγορία που για τις ανάγκες του δανεισμού τις καθιστά προβληματικές ως προς την πιθανότητα αποπληρωμής των συνολικών υποχρεώσεων τους. Το τραπεζικό σύστημα δεν μπορεί και δεν πρέπει να επαναλάβει τα λάθη του παρελθόντος. Όση κατανόηση και να υπάρχει για την κρίση που περνάμε, οι τράπεζες δεν μπορούν να ξεπεράσουν τα εποπτικά και πιστοδοτικά κριτήρια που διέπουν την λειτουργία τους, και πιο συγκεκριμένα δεν μπορούν να δώσουν δάνεια σε οικονομικές μονάδες όταν η ικανότητα εξυπηρέτησης και η δυνατότητα αποπληρωμής των δανείων ή δεν υπάρχει ή δεν μπορεί να τεκμηριωθεί».
Για το 2021, οι τράπεζες είναι έτοιμες να συνεχίσουν την παροχή πιστώσεων για να ανακάμψει η οικονομία. Όπως τόνισε ο κ. Χαντζηνικολάου, «το τραπεζικό σύστημα είναι έτοιμο να χρηματοδοτήσει όλες τις φερέγγυες και παραγωγικές πρωτοβουλίες της οικονομίας. Με βάση τους προγραμματισμούς των τραπεζών μελών μας, υπολογίζουμε ότι το τραπεζικό σύστημα θα διαθέσει πάνω από 15 δισ. σε νέες χρηματοδοτήσεις. Το τραπεζικό σύστημα είναι επίσης έτοιμο να συνεργαστεί με την Πολιτεία για τη διοχέτευση πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης προς επενδυτικά έργα του ιδιωτικού τομέα. Σημειώνεται ότι μέσω της συμμετοχής των τραπεζών σε αυτές τις χρηματοδοτήσεις εξασφαλίζεται η μόχλευση των πόρων του Ταμείου».
Το σχέδιο «Ηρακλής» και η bad bank
Για τα συστημικά εργαλεία μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, δηλαδή το σχέδιο Ηρακλής και την bad bank που προτείνει η Τράπεζα της Ελλάδος, ο κ. Χαντζηνικολάου κατέστησε σαφές ότι οι τράπεζες είναι έτοιμες να εφαρμόσουν το δεύτερο κύκλο του σχεδίου Ηρακλής, ενώ συνεχίζουν να αξιολογούν την πρόταση της ΤτΕ.
Όπως είπε ο πρόεδρος της Ένωσης Τραπεζών,
- Στις προσπάθειες των τραπεζών να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, καθοριστικό ρόλο έχει παίξει η επιτυχία του προγράμματος ΗΡΑΚΛΗΣ. Από τον Νοέμβριο του 2019, όταν άρχισε να εφαρμόζεται το πρόγραμμα ΗΡΑΚΛΗΣ, οι Τράπεζες έχουν ήδη τιτλοποιήσει και συνεπώς μειώσει 9 δισ. (ήδη εκτελεσμένα) και έχουν προγραμματίσει άλλα 21,5 δισ.ευρώ. Δηλαδή το πρόγραμμα ΗΡΑΚΛΗΣ οδήγησε σε μείωση των μη εξυπηρετούμενων κατά 31 δισ.ευρώ.
- Λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη περαιτέρω μείωσης, ώστε το τραπεζικό σύστημα να καταλήξει με μονοψήφιο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων, η κυβέρνηση προχωρά, με την πλήρη συναίνεση του τραπεζικού συστήματος, στην επέκταση και παράταση του προγράμματος, με τον ΗΡΑΚΛΗ ΙΙ. Υπολογίζεται ότι για την επέκταση και παράταση θα απαιτηθούν ακόμη 10 δισ.ευρώ εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου (στο ΗΡΑΚΛΗΣ Ι οι εγγυήσεις ανήλθαν σε 12 δισ.ευρώ), που θα υποστηρίξουν μια περαιτέρω μείωση 30 δισ.ευρώ μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
- Εκτιμώ ότι μέσω του ΗΡΑΚΛΗ Ι και ΙΙ και σε συνδυασμό με όλα τα άλλα μέσα που διαθέτουμε σήμερα (π.χ. βιώσιμες ρυθμίσεις κλπ.), το τραπεζικό σύστημα δύναται να μειώσει το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε μονοψήφιο ποσοστό εντός των επομένων 24 μηνών και φυσικά εκτός κάποιου απροόπτου.
- Όσο περισσότερα εργαλεία διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι διαθέσιμα, τόσο αποτελεσματικότερη είναι η διαχείρισή τους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, καλωσορίζει την πρωτοβουλία της της ΤτΕ. Ενώ η πρόταση της ΤτΕ για τη δημιουργία εταιρείας διαχείρισης ενεργητικού είναι ευπρόσδεκτη καθώς διακρίνεται από σημαντικά στοιχεία καινοτομίας που επιτρέπουν, πέρα από τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, και την καλύτερη διαχείριση και της αναβαλλόμενης φορολογίας, ωστόσο, υπάρχουν διαστάσεις της πρότασης αυτής που χρειάζονται περαιτέρω ανάλυση και πιθανές εγκρίσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μιας και δεν υπάρχει προηγούμενο, όπως με τον Ηρακλή. Στην Ελληνική Ένωση Τραπεζών και ύστερα από το αίτημα του Υπουργείου Οικονομικών να διατυπώσουμε τις παρατηρήσεις μας, βρισκόμαστε στη διαδικασία λεπτομερούς ανάλυσης της πρότασης της ΤτΕ, με την βοήθεια ειδικού εξωτερικού συμβούλου.
- Πρόσφατο κείμενο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Σεπτέμβριος 2020), που εξετάζει πλέον το ενδεχόμενο αυτές οι εταιρείες διαχείρισης ενεργητικών να ασχοληθούν ειδικά με τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που προκάλεσε, πανευρωπαϊκά, η πανδημία. Και τούτο διότι η εκτίμησή τους είναι ότι η πανδημία ενδέχεται να τριπλασιάσει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στην Ευρώπη συνολικά. Άρα χρειαζόμαστε όλα τα όπλα για να αντιμετωπίσουμε την πιθανή αυτή αύξηση, η οποία όμως στη χώρα μας φαίνεται να είναι σχετικά μικρή και σε κάθε περίπτωση διαχειρίσιμη, τουλάχιστον με τα στοιχεία που έχουμε έως σήμερα.