Διατηρούν το θετικό γύρισμα που καταγράφουν από την αρχή του έτους τα έσοδα από τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, ωστόσο σε όρους μεριδίου καταγράφουν απώλειες, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι, σε ό,τι αφορά στην εγχώρια αγορά, η δυναμική του private label στο καλάθι της νοικοκυράς παραμένει περιορισμένη.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της εταιρείας IRI, που μετρά την εξέλιξη των εσόδων των επονομαζόμενων ταχυκίνητων κωδικών στα σούπερ μάρκετ, στο οκτάμηνο, η κατηγορία της ιδιωτικής ετικέτας εμφανίζει αύξηση πωλήσεων 1,9% και μερίδιο αγοράς σε αξία 15,5%, επίδοση η οποία είναι μειωμένη κατά 0,2 μονάδες μονάδα σε σχέση με το σύνολο του 2018 και κατά 3,5 μονάδες σε σχέση με το 2014, όταν και κατέγραψαν την υψηλότερη μεριδιακή διείσδυση.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της φετινής χρονιάς η ιδιωτική ετικέτα καταγράφει χαμηλότερη ανάπτυξη σε σχέση με το σύνολο της αγοράς των σούπερ μάρκετ, που έκλεισε το οχτάμηνο καταγράφοντας αύξηση εσόδων κατά 2,9%.
Σε ό,τι αφορά στις εκτιμήσεις για το σύνολο του έτους, θέλουν την αγορά των σούπερ μάρκετ να «κλείνει» συνολικά με πιο περιορισμένο ρυθμό σε περίπου 2%. Στο βαθμό που επιβεβαιωθεί αυτό το σενάριο μένει να φανεί εάν τα PL θα «κρατήσουν» την αύξηση που παρουσιάζουν στο οχτάμηνο ή θα υποχωρήσουν περαιτέρω.
Σε κάθε περίπτωση, οι εγχώριες επιδόσεις της ιδιωτικής ετικέτας κινούνται – μέχρις στιγμής- κόντρα στην τάση που θέλει τους ευρωπαίους και αμερικάνους καταναλωτές να στρέφονται ολοένα και περισσότερο στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας.
Είναι ενδεικτικό ότι, διεθνείς αναλυτές εκτιμούν ότι οι ισχυρές εταιρείες όπως η Whole Foods και η Amazon αναμένεται να «σκληρύνουν» περισσότερο το παιχνίδι στους PL κωδικούς τους, ενώ η είσοδος της Aldi επι αμερικανικού εδάφους συνοδεύεται με εκφρασμένο στόχο η αλυσίδα να αποτελέσει το τρίτο παίχτη της αγοράς έως το 2022. Να σημειωθεί ότι οι discount παίχτες όπως η Aldi και η Lidl είναι αυτές που απέδειξαν στην ευρωπαϊκή αγορά ότι οι πελάτες θα αποφύγουν να πληρώσουν κάτι παραπάνω μόνο για να αγοράσουν μια επώνυμη μάρκα.
Στην Ελλάδα, ειδικά το τελευταίο διάστημα η τάση είναι αντίστροφη, καθώς οι καταναλωτές, παρά τη μειωμένη αγοραστική τους δύναμη λόγω της κρίσης, εμφανίζονται πρόθυμοι να δαπανήσουν περισσότερα τόσο για premium επώνυμα είδη, όσο και για συμβατικά επώνυμα τα οποία ωστόσο καλύπτουν τις δικές τους προτιμήσεις, ενώ κατά την διάρκεια της ύφεσης η περιορισμένη δυναμική των PL κωδικών στην Ελλάδα αποδόθηκε κατά πολύ μεγάλο μέρος στην επιθετική πολιτική προσφορών της βιομηχανίας.
Την ίδια στιγμή η εγχώρια αγορά αποδείχθηκε αρκετά δύσκολη για τους discounters, καθώς από όλες τις απόπειρες που έγιναν για εγκατάσταση δικτύου καταστημάτων στη χώρα, μόνο μια πέτυχε τελικά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σημαντική παράμετρος στην ιστορία της ιδιωτικής ετικέτας στην εγχώρια αγορά αφορά στην αλυσίδα Μαρινόπουλος, που «έπαιζε» πολύ δυνατά το παιχνίδι των PL. Η απενεργοποίηση του δικτύου της Μαρινόπουλος είχε σημαντικό αντίκτυπο στη παρουσία της ιδιωτικής ετικέτας στο καλάθι της νοικοκυράς, ο οποίος όμως δεν φαίνεται να έχει αντισταθμιστεί μετά και την διάσωση του δικτύου της Μαρινόπουλος από την Υπεραγορές Σκλαβενίτη.
Σύμφωνα με στοιχεία της IRI για το 2018, την πρωτοκαθεδρία των PL κρατάει το Ηνωμένο Βασίλειο με το μερίδιο της ιδιωτικής ετικέτας σε αξία να ανέρχεται στο 52,5%, ακολουθεί η Ισπανία με 42,6% και η Γαλλία με 32,9%. Σε επίπεδο τιμής οι μεγαλύτερες διαφορές έναντι των επωνύμων καταγράφονται στην Γερμανία και τη Γαλλία (με τις τιμές των PL να εμφανίζονται κατά 36,5% και κατά 38,7% αντίστοιχα φθηνότερες από τα επώνυμα), ενώ στην Βρετανία και την Ιταλία η ψαλίδα με τα επώνυμα είναι σημαντικά μικρότερη.