Τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση της εποπτικής αρχής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να μην επιτρέψει την πληρωμή σε μετρητά του ετήσιου τοκομεριδίου των CoCos της Τράπεζας Πειραιώς προς το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), εξηγεί ο Αντρέα Ενρία.
Ο πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου, σε απάντηση επιστολής του Δημήτρη Παπαδημούλη, απαντά σε τρία ερωτήματα και επεξηγεί αναλυτικά τους λόγους.
Υπενθυμίζεται πως το «όχι» της εποπτικής αρχής στο αίτημα της Τρ. Πειραιώς οδηγεί στη μετατροπή του CoCo ύψους €2.040 εκατ. σε κοινές μετοχές της Τράπεζας Πειραιώς, επί τη βάσει της τιμής εγγραφής στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου του 2015 (σήμερα στα €6,00 ανά μετοχή), σύμφωνα με τους όρους του προγράμματος του CoCo, αυξάνοντας το ποσοστό συμμετοχής του ΤΧΣ στο μετοχικό κεφάλαιο της Τράπεζας σε 61% από 26% σήμερα. Η μετατροπή σε μετοχές θα προχωρήσει στις αρχές Ιανουαρίου και συγκεκριμένα στις 4.
Η τράπεζα διευκρινίζει ότι θα προχωρήσει στην έκδοση 394,4 εκατ. μετοχών, ενώ θα προχωρήσει και στην αναγκαία τροποποίηση του μετοχικού άρθρου του καταστατικού της.
Αναλυτικά, η επιστολή αναφέρει:
Αξιότιμο μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αγαπητέ κύριε Παπαδημούλη,
«Σας ευχαριστώ για την επιστολή σας σχετικά με τις πληρωμές τόκων για τα υπό αίρεση μετατρέψιμα ομόλογα (contingent convertible security, εφεξής CoCo) που εκδόθηκαν από την Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε., την οποία μου διαβίβασε η κα Irene Tinagli, Πρόεδρος της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής, μαζί με συνοδευτική επιστολή, στις 10 Νοεμβρίου 2020.
Στην επιστολή σας θέσατε τρία ερωτήματα σχετικά με τις πληρωμές τόκων για τα CoCo. Κατανοώ ότι πρόκειται για το μέσο που εξέδωσε η Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε. στις 2 Δεκεμβρίου 2015 στο πλαίσιο προληπτικής ανακεφαλαιοποίησης, το οποίο ανέλαβε πλήρως και διακρατεί το Ελληνικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Λόγω των χαρακτηριστικών του, αυτό το μέσο δεν θα πληρούσε τα κριτήρια για τη συμπερίληψή του στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 – CET1) της τράπεζας σύμφωνα με τα κριτήρια που έχουν συμφωνηθεί σε διεθνές επίπεδο, αλλά η ευρωπαϊκή νομοθεσία επέτρεψε σε ό,τι αφορά το CET1 την αναγνώριση επίσης μέσων που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο μέτρων κρατικής στήριξης και η ΕΚΤ ενέκρινε αυτή την κατηγοριοποίηση.
Πρώτον, θέσατε το ερώτημα κατά πόσον η Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε. είναι υποχρεωμένη να καταβάλει τόκους για τα CoCo με βάση το άρθρο 141 της οδηγίας σχετικά με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (Capital Requirements Directive – CRD IV) 2 . Θα ήθελα να σας επισημάνω ότι αυτή η διάταξη θέτει ορισμένους περιορισμούς σχετικά με τη διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο CET1 αλλά δεν απαιτεί από τα ιδρύματα να προβαίνουν σε διανομή κερδών. Αυτοί οι περιορισμοί σχετικά με τη διανομή κερδών όσον αφορά το κεφάλαιο CET1, όπως απορρέουν από το άρθρο 141 της CRD IV, ισχύουν για ιδρύματα για τα οποία η διανομή κερδών θα μείωνε το κεφάλαιο CET1 σε τέτοιο επίπεδο ώστε να μην ικανοποιείται πλέον η συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας.
Δεύτερον, θέσατε το ερώτημα κατά πόσον η σύσταση της ΕΚΤ σχετικά με τις διανομές μερισμάτων στη διάρκεια της πανδημίας της νόσου (COVID-19) 4 περιορίζει την πληρωμή τόκων για τα CoCos, εφόσον η σύσταση αυτή αναφέρεται μόνο στην πληρωμή μερισμάτων. Γενικά, θα ήθελα να διευκρινίσω ότι ο όρος «μέρισμα», όπως χρησιμοποιείται στη σύσταση, αφορά κάθε μορφή καταβολής μετρητών που αφορά το κεφάλαιο CET1 και έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της ποσότητας ή την επιδείνωση της ποιότητας των ιδίων κεφαλαίων. Οι πληρωμές τόκων για οποιοδήποτε μέσο που αφορά το κεφάλαιο CET1, επομένως, θα καλύπτονταν κατ’ αρχήν από τη σύσταση της ΕΚΤ. Ενώ η σύσταση της ΕΚΤ δεν αποτελεί δεσμευτικό νομικό μέσο, η ΕΚΤ προβαίνει σε ενέργειες παρακολούθησης των συστάσεών της στο πλαίσιο του εποπτικού διαλόγου που διενεργεί με τις τράπεζες.
Τέλος, θέσατε το ερώτημα γιατί η Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε. υπέβαλε αίτημα στην Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ σχετικά με το ενδεχόμενο καταβολής τοκομεριδίων CoCo, δεδομένου ότι η Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε. έχει δηλώσει δημοσίως ότι η πληρωμή τόκων σε μετρητά είναι καθόλα διαχειρίσιμη. Είμαι ενήμερος για τη δημοσιοποίηση στην οποία προέβη η τράπεζα για αυτό το ζήτημα5 , αλλά δεν μπορώ να διατυπώσω σχόλια για μεμονωμένα πιστωτικά ιδρύματα και τις ενέργειές τους καθώς υπόκειμαι σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου, όπως περιγράφονται στην CRD IV. Αυτό συνεπάγεται ότι δεν μπορώ να διατυπώνω σχόλια για τον χαρακτήρα και την έκταση των αλληλεπιδράσεων μεταξύ τραπεζών και εποπτικών αρχών».