Ψυχραιμία, διαλείμματα από το διάβασμα και επικοινωνία με τους φίλους προτείνουν οι ψυχολόγοι στους μαθητές που δίνουν Πανελλαδικές έτσι ώστε να μην τους κυριεύσει το άγχος και να είναι αποτελεσματικοί στις φετινές εξετάσεις που ξεκινούν, ενώ σύμφωνα και με τους επιστήμονες οι γονείς δεν πρέπει να προσθέσουν περισσότερο άγχος στις πλάτες των παιδιών.
«Οι γονείς πρέπει να κάνουν τα παιδιά να καταλάβουν πως δεν κρίνονται από τον βαθμό τους» επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η ψυχοθεραπεύτρια Ανδριάννα Γεροντή και συνεχίζει: «Έχουμε απαίτηση από τα παιδιά να κάτσουν και να διαβάσουν ώστε να δώσουν το καλύτερο που έχουν. Το καλύτερο που έχει ένας μαθητής είναι αυτό που κάθε γονιός ξέρει ότι έχει το παιδί του. 'Αρα, να του ζητάει περισσότερα είναι σαν να του δείχνει ότι ποτέ δεν είναι αρκετό και αυτό συμβάλλει αρνητικά και στις υπόλοιπες εξετάσεις αλλά και στην υπόλοιπη ζωή του. Ο γονιός είναι σημαντικό να είναι δίπλα χωρίς όμως να ρωτάει συνεχώς αν διάβασε πιέζοντας το παιδί. Απλώς να είναι δίπλα του να το ρωτήσει αν χρειάζεται κάτι χωρίς να είναι πάνω από το κεφάλι του, χωρίς να προσπαθεί να τον διαβάσει ο ίδιος, χωρίς να δείχνει ο γονιός το άγχος που έχει για να γράψει το παιδί καλά. Οι μαθητές δεν πρέπει να ξεχνούν να βρουν χρόνο για τους φίλους τους, για να αποφορτίζονται και να γεμίζουν ξανά τις μπαταρίες τους».
Ανάμεσα στα συμπτώματα του στρες που μπορεί να νιώσει ένας μαθητής την περίοδο των εξετάσεων σύμφωνα με τους ειδικούς είναι: πονοκέφαλοι, ζαλάδες, γαστρεντερικά προβλήματα, εφίδρωση και τρέμουλο χεριών, δύσπνοια, ταχυπαλμία και δυσκολία στον ύπνο. Επιπλέον, η μειωμένη απόδοση είναι αποτέλεσμα του υπερβολικού άγχους.
«Το άγχος ως σύμπτωμα είναι κάτι το οποίο μας κινητοποιεί, όταν υπάρχει μέσα σε φυσιολογικά πλαίσια» επισημαίνει η ψυχολόγος/ψυχοθεραπεύτρια, Μαρία Λαΐου. «Δεν είναι τόσο καταστρεπτικό όσο το έχουμε στο νου μας γιατί μπορεί να μας δώσει ενέργεια και κίνητρο για να κινητοποιηθούμε για κάτι που είναι σημαντικό για εμάς. Όταν όμως το άγχος γίνεται κατακλυσμιαίο εκεί είναι που βλέπουμε συμπτώματα όπως κρίσεις πανικού, δυσκολία με τον ύπνο, μειωμένη όρεξη και δυσφορία. Όταν το άγχος γίνεται καταστροφικό είναι γιατί αυξάνεται πάρα πολύ η αίσθηση πως αν αποτύχω καταστρέφομαι. Εκεί είναι που χρειάζεται να υπάρχει και η ενθάρρυνση από τους γονείς ότι κανείς δεν καταστράφηκε επειδή είχε κακό αποτέλεσμα στις πανελλήνιες και ότι υπάρχουν ευκαιρίες και δυνατότητες. Μέσα από τα λάθη είναι που μαθαίνουμε και μπορούμε να οδηγηθούμε σε κάτι το οποίο μπορεί να είναι καλύτερο για το μέλλον» συμπληρώνει η Μ. Λαΐου.
Οι ρεαλιστικές προσδοκίες και η καλή οργάνωση του χρόνου θεωρούνται σύμμαχοι για το καλό αποτέλεσμα. «Οι πανελλήνιες είναι μια κατάσταση που έχει πολύ άγχος και φόβο για το μέλλον. 'Αρα είναι και έντονος ο φόβος της αποτυχίας. Οπότε οι μαθητές χρειάζεται να εστιάσουν τώρα στην προσπάθεια που μπορούν να κάνουν σε μια ψυχραιμία, οργάνωση, όχι κάτι εξαντλητικό, που δεν έχει και αυτό αποτέλεσμα. Και να υπάρχουν κυρίως ρεαλιστικές προσδοκίες και από τους γονείς και από τους ίδιους τους μαθητές, βήμα- βήμα να προσπαθήσουν.
Συνήθως μπορεί να υπάρχει θυμός ή απόσυρση προς το τέλος. Είναι σημαντικό για τους καθηγητές να εμψυχώσουν τους μαθητές να κάνουν ό,τι μπορούν να αναγνωρίσουν την προσπάθεια τους. Από εκεί και πέρα οι πανελλήνιες είναι ένα σημαντικό κομμάτι αλλά δεν καθορίζει και όλη την επαγγελματική πορεία ενός ατόμου. Είναι μια αφορμή οι πανελλήνιες ώστε γονείς και παιδιά να αναπτύξουν πιο ισχυρούς δεσμούς εμπιστοσύνης και καλύτερη επικοινωνία», τόνισε η ψυχολόγος Αλεξάνδρα Παυλέτση - Στεφανή.
Η Ένωση «Μαζί για το Παιδί» αναφέρει ότι «όσο κι αν φαίνεται περίεργο, μερικές φορές η επιμονή των γονέων ή των δασκάλων στην απόδοση του παιδιού, μπορεί να αυξήσει το άγχος του αλλά και να μειώσει την απόδοσή του. Συνήθως, η πίεση για απόδοση δημιουργεί περισσότερο άγχος και ανασφάλεια στο παιδί με αποτέλεσμα να χάνει την συγκέντρωσή του ή/και να αποεπενδύει από την μαθησιακή διαδικασία και από πράγματα από τα οποία αντλεί χαρά.
Είναι σημαντικό οι γονείς να είναι σε επαφή με το δικό τους συναίσθημα, να μπορέσουν να το αναγνωρίσουν προκειμένου να αντιληφθούν που σταματούν οι ίδιοι και που ξεκινά το παιδί. Με αυτό τον τρόπο θα μπορέσουν να διαχωρίσουν αυτό που αφορά πραγματικά τον έφηβο από το δικό τους συναίσθημα και να μην τον επιβαρύνουν περισσότερο. Μέσω μιας τέτοιας διαχείρισης, θα είναι πιο εύκολο να ακούσουν πραγματικά τον έφηβο και τις ανάγκες του αυτήν την περίοδο, να είναι σε θέση να τις φροντίσουν και να σεβαστούν το ρυθμό του και τις δυνατότητές του».