Κοινή είναι η ανησυχία των Ευρωπαίων καταναλωτών σε ό,τι αφορά τις πληθωριστικές πιέσεις που ήδη πιέζουν το διαθέσιμο εισόδημα καθώς και το ενδεχόμενο περαιτέρω αύξησης του κόστους ζωής από το φθινόπωρο, παρά το γεγονός ότι οι φόβοι που γέννησε η πανδημία την τελευταία διετία δείχνουν στην παρούσα φάση να έχουν καταλαγιάσει.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της εταιρείας ΜcKinsey, η οποία πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο σε δείγμα 1.000 καταναλωτών από την Γαλλία, την Γερμανία, την Ιταλία, την Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, η πλειονότητα των ερωτηθέντων εμφανίζεται φειδωλή ως προς τις προσωπικές δαπάνες, εκτιμώντας ότι η αύξηση των τιμών στα είδη πρώτης ανάγκης θα συνεχιστεί. Ήδη, αρκετοί καταναλωτές στρέφονται προς τα είδη ιδιωτικής ετικέτας, αγοράζουν μικρότερες ποσότητες και εξετάζουν τα περιθώρια αποταμίευσης, καθώς διαπιστώνουν ότι απαιτούνται πλέον ολοένα και μεγαλύτερα κονδύλια προκειμένου να καλύψουν βασικές ανάγκες για φαγητό, μετακινήσεις και ενέργεια.
Η έρευνα της McKinsey πιστοποιεί ότι το 53% των Ευρωπαίων αναφέρει ως βασική ανησυχία τις αυξανόμενες τιμές, ποσοστό σημαντικά αυξημένο σε σχέση με το 44% τον περασμένο Απρίλιο, με την ανησυχία σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία να απασχολεί πλέον μόλις το 15% των ερωτηθέντων, από 24% δύο μήνες νωρίτερα. Αντίστοιχα, η πανδημία πλέον βρίσκεται μόλις στην πέμπτη θέση της κατάταξης των ανησυχιών των ερωτηθέντων, πίσω από το φόβο σχετικά με την απασχόληση καθώς και τα ακραία καιρικά φαινόμενα, απασχολώντας μόλις το 12% του δείγματος.
Μαζί με την έκδηλη ανησυχία σχετικά με τις έντονες πληθωριστικές πιέσεις, οι Ευρωπαίοι καταναλωτές εμφανίζονται και σχετικά απαισιόδοξοι ως προς την τρέχουσα αλλά και την μελλοντική κατάσταση της οικονομίας των χωρών τους. Ειδικότερα, το 58% του συνόλου των ερωτηθέντων χαρακτηρίζουν αρνητική την τρέχουσα δημοσιονομική κατάσταση της χώρας τους, ποσοστό ελαφρά μειωμένο σε σχέση με τον Απρίλιο που ήταν 61%, με τους Βρετανούς καταναλωτές να εμφανίζονται ως οι πλέον απαισιόδοξοι, σε ποσοστό 69%, και τους Γερμανούς σχετικά πιο αισιόδοξους, με το 47% να εκτιμά την κατάσταση αρνητικά και το 14% θετικά.
Συνολικά το 36% των ερωτηθέντων εκφράζει αμφιβολία σχετικά με την πιθανότητα ενός σεναρίου ανάκαμψης, εκτιμώντας ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία θα έχει μακροχρόνιες οικονομικές συνέπειες που θα επιβραδύνουν τον ρυθμό ανάκαμψης, μόλις το 14% εκφράζει αισιοδοξία, διαβλέποντας ανάπτυξη μετά από 2-3 μήνες, ενώ το 50% εκφράζει ουδετερότητα, εκτιμώντας ότι η οικονομία θα επηρεαστεί για διάστημα 6 έως 12 μηνών, και στην συνέχεια θα καταγράψει στασιμότητα ή πολύ περιορισμένο ρυθμό ανάπτυξης. Οι κίνδυνοι που σχετίζονται με τη εφοδιαστική αλυσίδα απασχολούν πρωτίστως εκείνους που εκφράζουν την μεγαλύτερη απαισιοδοξία, ενώ οι καταναλωτές χαμηλότερων εισοδημάτων καθώς και μεγαλύτερης ηλικίας τείνουν να έχουν την μικρότερη εμπιστοσύνη στο ενδεχόμενο οικονομικής ανάκαμψης.
Τέλος, εν όψει των αυξημένων τιμών για βασικά είδη διαβίωσης, οι περισσότεροι ερωτηθέντες περικόπτουν τις δαπάνες για μη αναγκαία είδη, προϋπολογίζοντας ήδη τις εκτιμώμενες αυξήσεις το επόμενο τρίμηνο. Ειδικότερα, το 58% του δείγματος εκτιμά ότι θα αυξηθούν οι δαπάνες για ενέργεια, το 53% αναμένει αυξήσεις στα καύσιμα και τις μετακινήσεις και το 50% στα τρόφιμα και τα είδη πρώτης ανάγκης.