Εάν οι Ευρωπαίοι πολίτες και πολιτικοί μπορούσαν να ψηφίσουν στις αμερικανικές εκλογές της 5ης Νοεμβρίου είναι βέβαιο ότι θα επέλεγαν την Κάμαλα Χάρις.
Αυτό, άλλωστε, δείχνει και η τελευταία δημοσκόπηση της YouGov Eurotrack, σε Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Σουηδία και Δανία. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα οι ψηφοφόροι της Δανίας ήταν οι πιο πρόθυμοι να δουν τη Χάρις στον Λευκό Οίκο σε ποσοστό 81%, ακολουθούμενοι από 71% στη Γερμανία, 65% στην Ισπανία, 62% στη Γαλλία και 61% στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ το 46% των Ιταλών που τη στηρίζουν ήταν διπλάσιο από το αντίστοιχο για τον Ντόναλντ Τραμπ.
Συνολικά στη Δυτική Ευρώπη η Χάρις λαμβάνει το 69% των ψήφων, ενώ στην Ανατολική το 46%, με τα ποσοστά για τον Τραμπ να είναι 16% και 36% αντίστοιχα.
Σε επίπεδο αρχηγών κρατών, με εξαίρεση τον Β. Όρμπαν οι περισσότεροι ηγέτες σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελαν τον Τραμπ να επιστρέψει στον Λευκό Οίκο, με δεδομένο και το γεγονός ότι έχει απειλήσει με επιβολή δασμών 20% σε όλα τα ξένα προϊόντα που εισάγονται στις ΗΠΑ, με το ποσοστό για τα κινεζικά να εκτοξεύεται στο 60%.
Πέραν του Όρμπαν, με την Ουγγαρία να βρίσκεται στην προεδρία της ΕΕ και να έχει προκαλέσει την οργή των υπόλοιπων κρατών – μελών για αρκετές πρωτοβουλίες της, μόνο στελέχη και ψηφοφόροι ακροδεξιών κομμάτων τάσσονται υπέρ του Τραμπ.
Τα πλεονεκτήματα της Χάρις
«Τη γνωρίζω καλά, θα ήταν σίγουρα μια καλή πρόεδρος», δήλωσε ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς σε πρόσφατη συνέντευξή του. Η Χάρις θέλει «να επιμείνει σε αυτό που είναι σημαντικό για εμάς», πρόσθεσε ο Σολτς, αναφερόμενος στη διατλαντική συνεργασία.
Ένας εκ των βασικών λόγων για τη στήριξη της Χάρις είναι ότι η πολιτική της είναι αρκετά προβλέψιμη, με δεδομένο ότι υπήρξε και αντιπρόεδρος στην κυβέρνηση Μπάιντεν. Άλλωστε έχει τονίσει ότι «τα όσα λέγονται στην Ευρώπη για τη δημιουργία μεγαλύτερης στρατηγικής αυτονομίας, στην πραγματικότητα η εξάρτηση από τις ΗΠΑ έχει αυξηθεί, τόσο από πλευράς ασφάλειας όσο και από πλευράς ενέργειας».
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επίσης συμβάλει καθοριστικά στην υποστήριξη της Ουκρανίας στην πολεμική της προσπάθεια κατά της Ρωσίας. Και με την αποσύνδεση των ενεργειακών δεσμών της Ευρώπης από τη Ρωσία, η Ευρώπη εξαρτάται, πλέον, περισσότερο από τις εξαγωγές φυσικού αερίου των ΗΠΑ.
«Δίνει ελπίδα στους ανθρώπους. Θα ήταν μια τεράστια νίκη για την ένωση των δημοκρατικών δυνάμεων στις ΗΠΑ και την Ευρώπη», υποστήριξε, μιλώντας στην Deutsche Welle, η Τινέκε Στρικ, μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με τους Ολλανδούς Πράσινους. Αντίθετα, ο Τραμπ είναι πιο επιρρεπής στο να φλερτάρει με τους απολυταρχικούς του κόσμου και τους ενθαρρύνει, πρόσθεσε η ίδια.
Προετοιμασία για το αποτέλεσμα
Ταυτόχρονα, όμως, οι Ευρωπαίοι φροντίζουν να προετοιμαστούν για όλα τα ενδεχόμενα, με ορισμένους ευρωβουλευτές να υποστηρίζουν ότι καλύτερο θα ήταν η Γηραιά Ήπειρος να μην έχει πολύ μεγάλες προσδοκίες.
Όπως τονίζει ο επικεφαλής της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο Γερμανός συντηρητικός Ντέιβιντ Μακάλιστερ, «πρέπει να προετοιμαστούμε και για τα δύο πιθανά αποτελέσματα αυτών των εκλογών. Είναι προς το δικό μας συμφέρον να έχουμε τις στενότερες δυνατές σχέσεις με τις ΗΠΑ, ανεξάρτητα από το ποιος κάθεται στον Λευκό Οίκο. Ο τόνος θα ήταν διαφορετικός, αλλά είμαι βέβαιος ότι μια κυβέρνηση Χάρις θα καλούσε επίσης τους Ευρωπαίους να κάνουν περισσότερα για τη δική μας ασφάλεια και άμυνα».
Οι διπλωμάτες της ΕΕ από τα 27 κράτη μέλη και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις Βρυξέλλες βρίσκονται ήδη εδώ και εβδομάδες σε εμπιστευτικές ομάδες εργασίας, συζητώντας πώς θα αντιμετωπίσουν τα αποτελέσματα των αμερικανικών εκλογών, όποια και αν είναι αυτά. Ο κύριος στόχος είναι να καταστεί η οικονομική πολιτική και η πολιτική ασφάλειας όσο το δυνατόν πιο «ανθεκτική» στον Τραμπ.
Πέραν της οικονομίας και η εξωτερική πολιτική θα μπορούσε να μπει σε περιπέτειες σε περίπτωση εκλογής του Τραμπ. Σύμφωνα με τον Γερμανό υπ. Άμυνας, Μπόρις Πιστόριους «με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στο μέλλον, οι ΗΠΑ είναι πολύ πιθανό να κάνουν λιγότερα στην Ευρώπη. Και για εμάς αυτό σημαίνει ότι πρέπει να κάνουμε περισσότερα».