Μέχρι πρότινος η Γερμανία χαρακτηρίζονταν ως η «ατμομηχανή» της Ευρώπης. Τείνει, όμως, να μετατραπεί στον «μεγάλο ασθενή», μετά τη συρρίκνωσή της το 2023, εμφανίζοντας τη χειρότερη πορεία μεταξύ των μεγαλύτερων οικονομιών της υφηλίου αλλά και τις εκτιμήσεις ότι και το 2024 δεν θα είναι ένα ιδιαίτερα θετικό έτος.
Η αδύναμη πορεία της δεν πλήττει μόνο το δικό της κύρος αλλά οδηγεί και σε ανάλογη εικόνα το σύνολο της ευρωπαϊκής οικονομίας, με τους οικονομολόγους να παραδέχονται στο Φόρουμ του Νταβός ότι η ευρωζώνη «θα παραμείνει αδύναμη το 2024, κυρίως εξαιτίας της Γερμανίας».
Δεν πρόκειται για μία κακή στροφή που έγινε ξαφνικά, αλλά για την απτή απόδειξη ότι μία σειρά προβλημάτων της γερμανικής οικονομίας τα οποία δεν αντιμετωπίστηκαν έγκαιρα, έρχονται να δείξουν τα οδυνηρά τους αποτελέσματα και μάλιστα σε μία περίοδο που η κυβέρνηση συνασπισμού δεν περνά την καλύτερη φάση της.
Υποεπένδυση στη μεταποίηση, μείωση της ζήτησης από την Κίνα, αύξηση των επιτοκίων αλλά και -το σπουδαιότερο, ίσως- σχεδόν αποκλειστική ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία, δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα για το Βερολίνο, με τους αναλυτές αλλά και κορυφαία στελέχη μεγάλων επιχειρήσεων να παραδέχονται ότι η θεραπεία δεν θα είναι εύκολη.
Υπάρχει άμεση ανάγκη επενδύσεων σε νέες βιομηχανίες, ενώ η εμμονή στη δημοσιονομική πειθαρχία, που αποτελεί παραδοσιακή στάση για το Βερολίνο, οδήγησε σε μεγάλη μείωση τις δημόσιες επενδύσεις, με τις υποδομές να «αργοπεθαίνουν». Μεγάλο είναι το έλλειμμα επενδύσεων και στην υψηλή τεχνολογία -εκτιμάται ότι είναι 50% χαμηλότερες σε σύγκριση με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, ενώ η γραφειοκρατία συνεχίζει να αποτελεί εμπόδιο για τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων. Όπως έχει σημειώσει σε παλαιότερο άρθρο του ο Economist η απόκτηση άδειας λειτουργίας μιας επιχείρησης διαρκεί 120 ημέρες, δηλαδή διπλάσια σε σύγκριση με τον μέσο όρο στα κράτη – μέλη του ΟΟΣΑ.
Οι αναλυτές σημειώνουν ότι η οικονομία της χώρας βρισκόταν σε «μόνιμη κατάσταση κρίσης», καθώς οι τριβές στην αλυσίδα εφοδιασμού, οι επίμονες πληθωριστικές πιέσεις, η ασθενέστερη παγκόσμια ζήτηση για βιομηχανικά προϊόντα και τα υψηλότερα επιτόκια επιβάρυναν την εθνική παραγωγή. Όπως σημείωσε πρόσφατα σε έκθεσή της η Capital Economics «η πρόσφατη πτώση του πληθωρισμού θα πρέπει να προσφέρει κάποια ανακούφιση στα νοικοκυριά, αλλά οι επενδύσεις σε κατοικίες και επιχειρήσεις είναι πιθανό να συρρικνωθούν, οι κατασκευές οδεύουν προς μια απότομη ύφεση και η κυβέρνηση σφίγγει απότομα τη δημοσιονομική πολιτική. Προβλέπουμε μηδενική αύξηση του ΑΕΠ το 2024».
Ανάλογες απόψεις έχει εκφράσει και ο Κάρστεν Μπρεζίσκι της ΙΝG, ο οποίος υποστηρίζει ότι «η Γερμανία δεν έχει πραγματοποιήσει καμία ουσιαστική μεταρρύθμιση την τελευταία 10ετία. Έχει μείνει πίσω σε όλες τις διεθνείς κατατάξεις σε ό,τι αφορά την ψηφιοποίηση, τις υποδομές, την ανταγωνιστικότητα. Πλέον ξυπνά και αντιμετωπίζει μία οδυνηρή πραγματικότητα».
Την υπεράσπιση του Βερολίνου ανέλαβε ο υπ. Οικονομικών της χώρας, Κ. Λίντνερ, ο οποίος σε δηλώσεις του στο Νταβός υποστήριξε ότι η Γερμανία δεν είναι ο «ασθενής της Ευρώπης», αλλά ένας «κουρασμένος άνθρωπος, που αυτό που έχει πραγματικά ανάγκη είναι ένα φλιτζάνι καφέ ορθών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων».
Εξάρτηση από Κίνα – Ρωσία
Από όλες τις μεγάλες δυτικές οικονομίες, η Γερμανία είναι η πιο εκτεθειμένη στην Κίνα, με το εμπόριο μεταξύ των δύο να φθάνει σε 314 δισ. δολάρια το 2022.
Η άλλοτε σχέση αμοιβαίου κέρδους μεταξύ των δύο χωρών, έχει αντιστραφεί πλήρως. Οι γερμανικές βιομηχανίες χάνουν συνεχώς μερίδιο στην κινεζική αγορά, εξαιτίας και του ότι το Πεκίνο επιδοτεί και μάλιστα επιθετικά τους εγχώριους ομίλους. Ταυτόχρονα, σε αρκετούς τομείς η Ευρώπη έχει καταστήσει πιο σκληρή την πολιτική της έναντι της Κίνας, κυρίως δε στον κρίσιμο κλάδο της υψηλής τεχνολογίας.
Μια άλλη δυσκολία προέρχεται από την ενεργειακή μετάβαση. Ο βιομηχανικός τομέας της Γερμανίας χρησιμοποιεί σχεδόν διπλάσια ενέργεια από τον αμέσως μεγαλύτερο στην Ευρώπη και οι καταναλωτές της έχουν πολύ μεγαλύτερο αποτύπωμα άνθρακα από εκείνους της Γαλλίας ή της Ιταλίας. Το φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο δεν αποτελεί πλέον επιλογή και η απόφαση του Βερολίνου να απομακρυνθεί από τη χρήση πυρηνικής ενέργειας, επιτείνει το πρόβλημα.
Η έλλειψη επενδύσεων στα δίκτυα και ένα βραδύκαυστο σύστημα αδειοδότησης εμποδίζουν τη μετάβαση στη φθηνή ανανεώσιμη ενέργεια, απειλώντας να καταστήσουν τους κατασκευαστές λιγότερο ανταγωνιστικούς.
Επίσης, η Γερμανία στερείται όλο και περισσότερο το ταλέντο που χρειάζεται, ενώ εντός των επόμενων πέντε ετών αναμένεται να συνταξιοδοτηθούν περί των δύο εκατ. εργαζόμενοι. Η παλιά πολιτική της προσέλκυσης μεταναστών δεν φαίνεται να λειτουργεί, με τις επιχειρήσεις να τονίζουν ότι αντιμετωπίζουν τεράστια προβλήματα την εύρεση εξειδικευμένου προσωπικού.