Πολλές συζητήσεις και μεγάλη κινητοποίηση -σήμερα το μεσημέρι έχει προγραμματιστεί συνάντηση του πρωθυπουργού με τους επικεφαλής των τραπεζών- έχει προκαλέσει η προσθήκη σειράς νέων χρεώσεων σε τραπεζικές εργασίες.
Προμήθεια για την πληρωμή λογαριασμών μέσω ηλεκτρονικών δικτύων, προμήθεια για την ερώτηση υπολοίπου, προμήθεια για την επανέκδοση PIN, χρέωση για ανάληψη μετρητών με κάρτα από δίκτυο άλλης τράπεζας, χρέωση για την επανέκδοση κάρτας κ.α.
Σίγουρα δεν πρόκειται για ευχάριστο θέμα και κανένας δεν χαίρεται να επιβαρύνεται με πρόσθετα έξοδα. Ωστόσο για τι ακριβώς μιλάμε; Αν πληρώνει κανείς το λογαριασμό της ΔΕΗ μέσω web banking, επιβαρύνεται με 0,5 ευρώ το δίμηνο ή 3 ευρώ το χρόνο. Ακόμα και αν πληρώνει όλους τους λογαριασμούς (ρεύμα, νερό, τηλέφωνο, κινητή τηλεφωνία) μέσω τράπεζας θα επιβαρυνθεί με περίπου 25 ευρώ το χρόνο. Δεν είναι λίγα αλλά ίσως δεν αξίζει να ασχολείται ο πρωθυπουργός. Πόσες φορές το χρόνο τυχαίνει στον μέσο πολίτη να κάνει επανέκδοση του PIN που θα κοστίζει 3 ευρώ; Ή να επανεκδώσει την κάρτα του που θα επιβαρύνεται με 6 ευρώ;
Αξίζουν όλα αυτά την κινητοποίηση της κυβέρνησης; Τη δυναμική παρέμβαση, και μάλιστα του ίδιου του πρωθυπουργού, για την ελάφρυνση των πολιτών από τις πρόσθετες αυτές χρεώσεις; Προφανώς στην κυβέρνηση το πιστεύουν και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι τράπεζες δεν θα πρέπει να κινούνται συντονισμένα, αλλά η κάθε τράπεζα θα πρέπει να μετρήσει ουσιαστικά το κόστος των διαφόρων εργασιών και να το επιμερίσει σε αυτούς που το δημιουργούν, όχι σε όλους.
Και καλό είναι η κυβέρνηση, ο πρωθυπουργός και το πολιτικό προσωπικό αφού λύσουν το ζήτημα των τραπεζικών χρεώσεων να ασχοληθούν λίγο με τις επιβαρύνσεις που επιβάλλει το κράτος στους πολίτες και τις επιχειρήσεις.
Ένας εργαζόμενος με καθαρό μισθό 1.200 ευρώ μηνιαίως ή 16.800 ετησίως είναι υποχρεωμένος να καταβάλει περίπου σε ετήσια βάση 6.200 ευρώ για ασφαλιστικές εισφορές (χωρίς να υπολογίζονται οι εργοδοτικές εισφορές) και φόρους. Δηλαδή φόροι και ασφαλιστικές εισφορές αντιστοιχούν στο 37% του καθαρού του εισοδήματος.
Αν δε τύχει να είναι ένας καλά αμειβόμενος εργαζόμενος, με καθαρό μισθό 2.500 ευρώ μηνιαίως (35.000 ευρώ ετησίως) επιβαρύνεται με 9.800 ευρώ ασφαλιστικές εισφορές, φόρο εισοδήματος 15.000 ευρώ και εισφορά αλληλεγγύης 2.200 ευρώ. Δηλαδή πληρώνει στο κράτος 27.000 ευρώ, περίπου δηλαδή όσα λαμβάνει ως καθαρή αμοιβή!
Και δεν είναι μόνο αυτά: είναι και οι έμμεσοι φόροι. Βενζίνη, τρόφιμα, super markets κλπ δαπάνες οδηγούν, μέσω του ΦΠΑ, σε πρόσθετη φορολόγηση 2.000 ετησίως, για εισόδημα 1.200 ευρώ το μήνα καθαρό.
Χρήματα που πηγαίνουν υπέρ πατρίδος. Με την κακή έννοια: διότι για όλα αυτά το κράτος ανταποδίδει κάκιστες υπηρεσίες. Στην παιδεία (δεν υπάρχει οικογένεια στην Ελλάδα που δεν στέλνει τα παιδιά της σε φροντιστήρια), στην υγεία, τις υποδομές, την καθαριότητα, τις δημόσιες υπηρεσίες κ.α. Δεν υπάρχει ούτε εξαίρεση όπου το κράτος να παρέχει στοιχειωδώς ικανοποιητικές υπηρεσίες στους πολίτες.
Καλό είναι, λοιπόν, να αφιερώνει ένας πρωθυπουργός χρόνο για τα σεντς που πληρώνουν οι πελάτες των τραπεζών για ενημέρωση υπολοίπου, αλλά αυτό στο οποίο πρωτίστως πρέπει να αφιερώνει χρόνο και ενέργεια είναι να βελτιωθούν οι προσφερόμενες υπηρεσίες για τα δεκάδες δισ. ευρώ που πληρώνουν οι φορολογούμενοι στο κράτος.