Πόσο άνετα, άραγε, αισθάνεται η κυβέρνηση με την απόφασή της για «καθαρή» έξοδο και την απόρριψη της πιστωτικής γραμμής;
Σήμερα περίπου πέντε μήνες μετά την περίφημη ολοκλήρωση των μνημονίων, τον περασμένο Αύγουστο, το 5ετές ομόλογο της Ελληνικής Δημοκρατίας διαπραγματεύεται στο 3,36% όταν το αντίστοιχο της Κύπρου είναι στο 1,1%, της Ιταλίας στο 1,75% και της Πορτογαλίας στο 0,449%. Το 10ετές ομόλογο της Ελλάδας είναι στο 4,38%, όταν της Ιταλίας είναι στο 2,69% και της Πορτογαλίας 1,71%.
Με άλλα λόγια το κόστος δανεισμού της Ελλάδας χωρίς μνημόνια είναι 2πλάσιο και υπερδιπλάσιο από αυτό της Ιταλίας και της Πορτογαλίας, χώρες με τις οποίες κάπως μπορούμε να συγκριθούμε.
Σε μια συγκυρία που τα σύννεφα πυκνώνουν πάνω από την παγκόσμια οικονομία και τις διεθνείς αγορές, πως ακριβώς θα επιστρέψουμε στις αγορές και με τι όρους;
Ποιο ακριβώς είναι το δυνατό σημείο της χώρας που θα προτάξει η κυβέρνηση για την πώληση των ομολόγων; Το χαμηλό δημόσιο χρέος; Τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης; Την υψηλή πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας; Ή την πολιτική σταθερότητα σε μια χρονιά που θα έχουμε τρεις εκλογικές αναμετρήσεις;
Η Τράπεζα της Ελλάδος είχε υποστηρίξει με σοβαρά επιχειρήματα τα πλεονεκτήματα της προληπτικής πιστοληπτικής γραμμής η οποία θα εξασφάλιζε τη χώρα από εξωτερικούς κινδύνους, την χρηματοδότηση του δημοσίου με χαμηλό κόστος αλλά και το waiver, δηλαδή την εξαίρεση της ΕΚΤ με την οποία γίνονταν δεκτά τα ελληνικά ομόλογα για την χρηματοδότηση των εγχώριων τραπεζών. Σημειώνεται ότι η απώλεια του waiver «σκότωσε» και την τελευταία ελπίδα για την ένταξη της Ελλάδας, έστω και στο παρά ένα, στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Η πιστοληπτική γραμμή ήταν ένα μεγάλο όπλο για τη χώρα που αφέθηκε να χαθεί, ζημιώνοντας τη χώρα, στον βωμό μικροκομματικών σκοπιμοτήτων και μιας ηγεσίας που σχεδιάζει με ορίζοντα ημέρας.
(Αρχική δημοσίευση Economistas)