Μπορεί τα στελέχη του υπ. Οικονομικών και του ΟΔΔΗΧ να εκφράζουν συγκρατημένη ικανοποίηση για το γεγονός ότι, στις δύσκολες σημερινές συνθήκες, το ελληνικό Δημόσιο κατάφερε να καλύψει με σχετική ευκολία την πρώτη έκδοση ομολόγων για το 2022, όμως από τα αποτελέσματα της σημερινής έκδοσης 10ετών τίτλων φαίνεται καθαρά ότι διαμορφώνεται ένα νέο και σαφώς πιο δύσκολο σκηνικό για τον δανεισμό της Ελλάδας.
Η σύγκριση της σημερινής επανέκδοσης των 10ετών τίτλων με την αμέσως προηγούμενη έκδοση τίτλων ίδιας διάρκειας που είχε γίνει σε πολύ πιο ευνοϊκές συνθήκες τον Ιούνιο του περασμένου έτους δείχνει καθαρά πόσο έχουν δυσκολέψει οι συνθήκες δανεισμού για το Δημόσιο:
- Στη σημερινή έκδοση, οι προσφορές από τους επενδυτές, ξεπέρασαν τα 11 δισ. ευρώ -το ακριβές ποσό θα οριστικοποιηθεί λίγο αργότερα από την τελική σχετική ανακοίνωση του ΟΔΔΗΧ. Σημειώνεται ότι οι «καθαρές» προσφορές από επενδυτές ήταν κάτι περισσότερο από 10,1 δισ. ευρώ καθώς τα 875 εκατ. ευρώ αφορούν προσφορές των ίδιων των τραπεζών που διοργάνωσαν την έκδοση. Η απόδοση διάθεσης των τίτλων διαμορφώθηκε σε 1,8%, δηλαδή mid swaps συν 140 μονάδες βάσης.
- Αν συγκρίνει κανείς αυτά τα στοιχεία με την αμέσως προηγούμενη έκδοση, μοιάζει σαν να έχει δανειστεί... διαφορετική χώρα. Το καλοκαίρι του 2021 οι προσφορές είχαν ξεπεράσει τα 30,3 δισ. ευρώ, δηλαδή ήταν περίπου τριπλάσιες από τις σημερινές αν και το ποσό αυτό δεν προσφέρεται για εξαγωγή πολύ σοβαρών συμπερασμάτων δεδομένου ότι στις περυσινές δημοπρασίες ήταν κυρίαρχη και η παρουσία funds τα οποία έδιναν «φουσκωμένες» προσφορές για να αποσπάσουν περισσότερα ομόλογα. Η μεγάλη διαφορά όμως εντοπίζεται στο κόστος του δανεισμού καθώς τον περασμένο Ιούνιο, η απόδοση είχε συμπιεστεί στο 0,9% δηλαδή στο μισό της απόδοσης που καταγράφηκε στη σημερινή κοινοπρακτική έκδοση.
Ο διπλασιασμός του κόστους δανεισμού σε συνδυασμό με την μεγάλη κάμψη του επενδυτικού ενδιαφέροντος για τα ελληνικά ομόλογα είναι συνέπεια δυο παραγόντων οι οποίοι θα συνεχίσουν να επηρεάζουν την χρηματοδότηση του Δημοσίου καθ΄ όλη την διάρκεια της χρονιάς και κυρίως μετά την λήξη του πρώτου τριμήνου:
- Ο πρώτος και σημαντικότερος παράγοντας είναι βεβαίως η τιμολόγηση εκ μέρους της αγοράς των πρόσφατων αποφάσεων της ΕΚΤ να δώσει τέλος μετά τον Μάρτιο στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων για την πανδημία στο οποίο για πρώτη φορά συμμετείχε και η Ελλάδα παρά την χαμηλή της πιστοληπτική αξιολόγηση. Μετά την λήξη του έκτακτου προγράμματος η Ελλάδα θα έχει μόνο μια «προστασία» από την ΕΚΤ με αγορές ελληνικών τίτλων στην περίπτωση που σημειωθεί κάποια απρόβλεπτη αναταραχή στην ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων. Η αγορά τιμολογεί λοιπόν το γεγονός ότι φεύγει εντός ολίγου από το προσκήνιο ο πιο ισχυρός και σταθερός αγοραστής ελληνικών τίτλων. Η ΕΚΤ υπολογίζεται ότι έχει αγοράσει ελληνικά ομόλογα αξίας πάνω από 36 δισ. ευρώ από τον Μάρτιο του 2020 και μετά, και με τις τελευταίες αγορές ομολόγων που θα κάνει αυτό το τρίμηνο θα ανεβάσει το ποσό στα 39 δισ. ευρώ, έχοντας «σκουπίσει» από την αγορά περισσότερα ομόλογα από αυτά που εξέδωσε το Δημόσιο αυτή την περίοδο. Η απώλεια αυτού του ισχυρού αγοραστή, εύλογο είναι να πιέζει ανοδικά τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων.
- Την ώρα που αποσύρεται η στήριξη από την ΕΚΤ, η Ελλάδα όπως και οι άλλες ευάλωτες οικονομίες της ευρωζώνης, έχουν να αντιμετωπίσουν τις πιέσεις στα κόστη δανεισμού που δημιουργεί η αναζωπύρωση του πληθωρισμού, η οποία αποδεικνύεται αρκετά πιο επίμονη και έντονη από όσο προέβλεπε η ΕΚΤ. Μάλιστα, έντονες πιέσεις εισάγονται στην ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων από την άλλη όχθη του Ατλαντικού, καθώς στις ΗΠΑ ο πληθωρισμός βρίσκεται σε υψηλό τεσσάρων δεκαετιών, η απόδοση των αμερικανικών 10ετων ομολόγων έχει εκτιναχθεί πάνω από 1,8% και η Fed αναμένεται να αυξήσει τέσσερις φορές φέτος το βασικό της επιτόκιο. Σε αυτές τις συνθήκες δεν είναι τυχαίο ότι και η απόδοση του 10ετους ομολόγου της Ιταλίας έχει κινηθεί έντονα ανοδικά ξεπερνώντας το 1,4%, ενώ ακόμη μεγαλύτερη είναι η αύξηση της απόδοσης για το ελληνικό 10ετες που πλησιάζει το 1,7% και αρχίζει να εμφανίζει σημαντική διαφορά από την αντίστοιχη ιταλική, λόγω του γεγονότος ότι η Ιταλία θα παραμείνει ενταγμένη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ μετά τον Μάρτιο.
Η σημερινή δημοπρασία οριοθετεί την έναρξη μιας νέας εποχής για τον δανεισμό του ελληνικού Δημοσίου μετά το εξαιρετικό 2021 όπου κατάφερνε να δανείζεται με ιστορικά χαμηλά επιτόκια και να προσελκύει τεράστια ποσά προσφορών σε κάθε έκδοση τίτλων. Από αυτή την άποψη, όπως αναφέρουν αναλυτές, φαίνεται με μεγάλη σαφήνεια πόσο σημαντικό είναι για την Ελλάδα να καταφέρει το συντομότερο εντός του τρέχοντος έτους να επανέλθει στην επενδυτική βαθμίδα των οίκων αξιολόγησης.
Η πρόσφατη απόφαση της Fitch να αλλάξει σε θετική την προοπτική της βαθμολογίας της Ελλάδας δείχνει ότι ο οίκος είναι έτοιμος να επαναφέρει μέσα στο 2022 στο investment grade, όμως αυτό δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι πρόκειται για μια εύκολη πορεία που θα επιτρέψει χαλαρότητα. Οποιοδήποτε «στραβοπάτημα» σε δημοσιονομικό επίπεδο ή σε ότι αφορά τις τράπεζες θα μπορούσε να αναβάλλει την αναβάθμιση δημιουργώντας σοβαρές δυσκολίες στο δανεισμό του Δημοσίου σε μια ούτως ή άλλως «πονηρή» συγκυρία.