Την ανθεκτικότητα τους σε δύσκολες συνθήκες επιβεβαίωσαν για μία ακόμη φορά οι μεγάλοι όμιλοι πολυτελών αγαθών, ανακοινώνοντας αξιοζήλευτες οικονομικές επιδόσεις, σε μία συγκυρία που μεγάλο τμήμα της βιομηχανίας της μόδας αναζητά τρόπους περικοπής περιττών δαπανών. Οι οίκοι LVMH, Hermès και Zegna μεγεθύνουν εντυπωσιακά τα μερίδια αγοράς τους, σε μία στιγμή που ιστορικές εταιρείες ένδυσης όπως η Levi’s, βλέπουν τα περιθώρια κερδοφορίας τους να περιορίζονται.
Ο κορυφαίος όμιλος πολυτελών ειδών LVMH ξεκίνησε το έτος με τους καλύτερους οιωνούς, καταγράφοντας αύξηση εσόδων κατά 17%, στα 21 δισ. ευρώ το πρώτο τρίμηνο του 2023, χάρη τόσο στην ανάκαμψη της ασιατικής αγοράς, όσο όμως και στη σταθερή ζήτηση από Ευρωπαίους και Ιάπωνες καταναλωτές -κι αυτό παρά την συνεχιζόμενη γεωπολιτική αστάθεια. Η δε κεφαλαιοποίηση του ομίλου ξεπερνά πλέον τα 450 δισ ευρώ, με τον επικεφαλής του, Μπερνάρ Αρνό, να γίνεται ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο, μπροστά από τον Έλον Μασκ και τον Τζεφ Μπέζος, με προσωπική περιουσία που ξεπερνά τα 200 δισ ευρώ και τον καθιστά τον μοναδικό μη Αμερικανό -και μόλις το τρίτο άτομο στον κόσμο- με περιουσία που υπερβαίνει αυτό το αστρονομικό ποσό.
Είναι χαρακτηριστικό δε ότι με αφορμή την δημοσίευση των εξαιρετικών μεγεθών και τη συνακόλουθη εκτίναξη της τιμής της μετοχής της LVMH, διαδηλωτές που διαμαρτύρονταν για το συνταξιοδοτικό νομοσχέδιο που προωθεί η γαλλική κυβέρνηση, αποπειράθηκαν να εισβάλουν στα κεντρικά γραφεία της εταιρείας στο Παρίσι, καλώντας τον πρόεδρο της χώρας, Εμανουέλ Μακρόν, να αναζητήσει στον ιστορικό γαλλικό οίκο τα κεφάλαια που θα χρηματοδοτήσουν το σχετικό σχέδιο..
Αναλύοντας πάντως τα αποτελέσματα του ομίλου LVMH πιο διεξοδικά, αξιοσημείωτη είναι η ανάκαμψη της ευρωπαϊκής αγοράς, με τα έσοδα να εκτινάσσονται κατά 24% συγκριτικά με πέρσι, πίσω μόνο από την Ιαπωνία όπου ο όμιλος αύξησε τις πωλήσεις του κατά 34%. Ακολουθεί η Ασία όπου η αύξηση εσόδων της LVMH άγγιξε το 14% και οι Ηνωμένες Πολιτείες με θετική μεταβολή 8%. Εντυπωσιακή ήταν επίσης η αύξηση του τζίρου στην κατηγορία της επιλεκτικής διανομής -που αφορά στις ταξιδιωτικές αγορές- με τα έσοδα να αυξάνονται κατά 28%, στα 3,9 δισ ευρώ, ενώ κατά 11% αυξήθηκαν οι πωλήσεις ρολογιών και κοσμημάτων που ανήκουν στον όμιλο (μεταξύ των οποίων οι οίκοι Tiffany, Bulgari, Chaumet και Tag Heuer) συνεισφέροντας 2,58 δισ ευρώ.
Εξαιρετικά είναι τα νέα και για τον εξίσου ιστορικό οίκο πολυτελών αγαθών Hermès, η κεφαλαιοποίηση του οποίου ξεπέρασε στις αρχές του μήνα τα 218 δισ ευρώ, τοποθετώντας τον στην δεύτερη θέση στην βιομηχανία της μόδας από άποψη μεγέθους, πίσω μόνο από τον όμιλο LVMH, και κατατάσσοντάς τον μεταξύ των πιο πολύτιμων εταιρειών στον κόσμο. O όμιλος ανακοίνωσε αύξηση πωλήσεων κατά 23% το πρώτο τρίμηνο του 2023, στα 3,3 δισ ευρώ, σε συνέχεια ενός έτους που καταγράφηκαν επιδόσεις ρεκόρ. Γαλλία, Ιαπωνία και Ασία παρουσίασαν την πιο εντυπωσιακή ενίσχυση τζίρου, κατά 28%, 26% και 23% αντιστοίχως, ενώ και στην υπόλοιπη Ευρώπη η ζήτηση για τα είδη με την υπογραφή Hermès οδήγησε σε αύξηση πωλήσεων κατά 21%. Σημαντική τέλος ήταν η πορεία του γαλλικού οίκου και συνολικά στην αμερικανική ήπειρο, όπου ο τζίρος ενισχύθηκε κατά 19% το πρώτο τρίμηνο φέτος, συγκριτικά με πέρσι.
Ενδύματα και αξεσουάρ με την status υπογραφή Hermès είχαν την μεγαλύτερη ζήτηση, με τις πωλήσεις τους να αυξάνονται κατά 34% φέτος, ενώ ακολουθούν κοσμήματα και είδη σπιτιού με αύξηση κατά 28%. Στις υπόλοιπες κατηγορίες, τα ρολόγια και τα χαρακτηριστικά μεταξωτά μαντίλια του οίκου είχαν θετική μεταβολή κατά 25% και 20% αντίστοιχα, ενώ κατά 19% ενισχύθηκαν οι πωλήσεις για τα δερμάτινα και τα είδη ιππασίας με την υπογραφή Hermès. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι ο γαλλικός όμιλος κατέβαλε μπόνους 4.000 ευρώ σε όλους τους υπαλλήλους του τον περασμένο Φεβρουάριο, ενώ και φέτος θα διαθέσει 170 εκατ ευρώ στα πλαίσια πρωτοβουλίας για τον υπεύθυνο διαμοιρασμό των κερδών του.
Η επιστροφή της ισχυρής ζήτησης για υψηλή πολυτέλεια στην τρέχουσα συγκυρία πιστοποιείται και από τα μεγέθη του ιταλικού οίκου Brunello Cucinelli, τα έσοδα του οποίου αυξήθηκαν κατά 34% το πρώτο τρίμηνο φέτος, αγγίζοντας τα 265 εκατ ευρώ. Η Ασία συνέβαλε πρωτίστως στο θετικό αποτέλεσμα, με τις πωλήσεις των ενδυμάτων με την υπογραφή του ιταλικού οίκου να ενισχύονται κατά 56%, ενώ ακολούθησε η αμερικανική ήπειρος με αύξηση του τζίρου κατά 42% και η Ευρώπη με θετική μεταβολή κατά 15% συγκριτικά με πέρσι. Κατόπιν αυτών, η περαιτέρω αύξηση των εσόδων της εταιρείας κατά 15% για φέτος θεωρείται βέβαια για τον CEO της εταιρείας, Brunello Cucinelli.
Πιο μετριασμένη αλλά αξιοσημείωτη ήταν επίσης η άνοδος του ιταλικού οίκου Zegna, ο οποίος ανακοίνωσε κέρδη ύψους 65,3 εκατ. ευρώ την χρονιά που πέρασε, από ζημιές το προηγούμενο έτος, ενώ τα έσοδα του διεθνώς αυξήθηκαν κατά 15%, στα 1,5 δισ. ευρώ, με την θετική μεταβολή όμως να εκτινάσσεται σε 42% εξαιρουμένης της Κίνας, καθώς η ζήτηση ενισχύθηκε στις πιο ώριμες αγορές της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Στόχο του ομίλου αποτελούν τα έσοδα ύψους 2 δισ. ευρώ μέχρι το 2025, με τον διευθύνοντα σύμβουλο, Ερμενετζίλντο Ζένια, να δηλώνει αισιοδοξία για την επίτευξή του.
Η συγκυρία πάντως δεν φαίνεται να ευνοεί άλλες εταιρείες, πολύ πιο προσιτής πολυτέλειας, οι οποίες απευθύνονται σε καταναλωτές χαμηλότερων εισοδημάτων και εξακολουθούν να δυσκολεύονται να διαχειριστούν τα εναπομείναντα προβλήματα από τους περιορισμούς της πανδημίας, με τα αυξημένα κόστη σε πρώτες ύλες και θέματα εφοδιαστικής αλυσίδας να αναζητούν λύσεις.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ιστορική αμερικανική εταιρείας jeans, Levi’s. Αν και παρουσίασε αύξηση τζίρου 6% στα 1,62 δισ δολάρια το πρώτο τρίμηνο φέτος, τα περιθώρια προ φόρων κερδοφορίας της περιορίστηκαν σε 11%, από 14,9% το περσινό τρίμηνο, ενώ το μικτό περιθώριο υποχώρησε σε 55,8% από 59,4% πέρσι, ανησυχώντας τους αναλυτές. Η προώθηση περισσότερων ειδών με σημαντική έκπτωση, προκειμένου να μειωθεί το στοκ, αλλά και η διάθεση σχεδόν 12 εκατ δολαρίων σε αποζημιώσεις για υπαλλήλους που απολύθηκαν στον απόηχο της πανδημίας αναφέρθηκαν ως βασικές αιτίες για την υποχώρηση των καθαρών κερδών της ιστορικής εταιρείας σε 115 εκατ δολάρια το φετινό τρίμηνο, από 196 εκατ δολάρια πέρσι.
Σύμφωνα με αναλυτές πάντως, οι καταναλωτές διεθνώς προσπαθούν να συνδυάσουν τις “έξυπνες” προσιτές αγορές, με μία, μικρή έστω, δόση πολυτέλειας. Έτσι εξηγούνται οι εξαιρετικές επιδόσεις των εταιρειών fast fashion, οι οποίες ελέγχουν σε σημαντικό βαθμό την εφοδιαστική τους αλυσίδα κρατώντας χαμηλά τα κόστη κι αυξημένα τα περιθώρια κερδοφορίας. Απ’ την άλλη ωστόσο, η εκτίναξη της αναζήτησής του όρου “μικρές πολυτέλειες” σε διαφορετικές γλώσσες τους τελευταίους μήνες στην πλατφόρμα αναζητήσεων της Google αποδεικνύει την ισχυρή αίγλη ενός είδους με πολυτελή υπογραφή, που αποδεικνύει την διαχρονικότητα του ακόμη και σε συνθήκες αυξημένου κόστους διαβίωσης.