«Ανέλπιστα καλά» προχωράει το πρόγραμμα της Golden Visa στην Ελλάδα, σε μια θετική πορεία που θα φανεί στους θερινούς μήνες του 2023, υποστηρίζει ο δικηγόρος Αλέξανδρος Βαρνάβας, που ειδικεύεται σε θέματα επενδυτικής μετανάστευσης και είναι μέλος του Advisory Committee του Investment Migration Council με έδρα την Γενεύη.
Σε συνέντευξή του στο Business Daily, ο κ. Βαρνάβας τονίζει ότι ο διπλασιασμός του ποσού της ελάχιστης επένδυσης στα 500.000 ευρώ, που έχει αναγγελθεί από την κυβέρνηση δεν είναι λάθος, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα αφορά το σύνολο της επικράτειας και ότι θα υπάρξουν δικλείδες ασφαλείας για όσους έχουν ήδη αγοράσει περιουσιακά στοιχεία στο παρελθόν.
Επίσης, υπογραμμίζει ότι για να γίνει ανταγωνιστικό το ελληνικό πρόγραμμα Golden Visa χρειάζεται να εξαλειφθεί το μοναδικό πλεονέκτημα της Πορτογαλίας, το οποίο αφορά τον χρόνο πραγματικής διαμονής που απαιτείται προκειμένου να κατατεθεί αίτηση πολιτογράφησης.
«Το δικαίωμα εργασίας είναι επίσης στοιχείο που μας κρατάει πίσω, σε σχέση με τον ανταγωνισμό, αφού όλες οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες δίνουν το δικαίωμα στους επενδυτές τους να εργαστούν, είτε στον ιδιωτικό τομέα είτε ανοίγοντας δικές τους επιχειρήσεις, αντλώντας με αυτόν τον τρόπο τεχνογνωσία από το εξωτερικό ή ακόμα και επιπλέον επενδυτικά κεφάλαια και λειτουργώντας ανταποδοτικά στην κοινότητα», προσθέτει ο ίδιος.
- Πώς διαμορφώνεται η ζήτηση για την Golden Visa το τελευταίο διάστημα; Από ποιες χώρες προέρχεται η ζήτηση; Έχει αλλάξει πρόσφατα το προφίλ των επενδυτών;
Παρόλο που το ενδιαφέρον δεν έπαψε ούτε εν μέσω της πανδημικής κρίσης, μετά το σταδιακό άνοιγμα των συνόρων, υπήρξε μια ραγδαία αύξηση στα αιτήματα η οποία κορυφώθηκε τους τελευταίους μήνες, μετά την ανακοίνωση του πρωθυπουργού περί διπλασιασμού του ελάχιστου ορίου επένδυσης. Με δεδομένο ότι η Κίνα επιβάλλει ακόμα πολιτική κλειστών συνόρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας, οι Κινέζοι δεν έχουν εμφανιστεί μαζικά, όμως το κενό τους έχει αναπληρωθεί από άλλες εθνικότητες, όπως Αμερικάνους, Άραβες, αλλά και Βρετανούς, οι οποίοι μετά το Brexit μπορούν να υπαχθούν στο πρόγραμμα. Όσον αφορά το προφίλ του μέσου επενδυτή δεν βλέπουμε αλλαγές, εξακολουθούν να έρχονται άνθρωποι από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα των χωρών προέλευσής τους, οι οποίοι είναι συνήθως υψηλού μορφωτικού επιπέδου και φέρουν ισχυρές κοσμοπολίτικες τάσεις.
- Μετά από μια καλή πορεία τα τελευταία χρόνια, βλέπουμε ότι πέφτει η απόδοση του προγράμματος. Γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό;
Δεν θα έλεγα ότι πέφτει η απόδοση του προγράμματος, κάθε άλλο. Βάσει των στατιστικών στοιχείων, η καλύτερη χρονιά του προγράμματος ήταν το 2019, με αυξητικές τάσεις και πολλές υποσχέσεις για το 2020. Διαβάζοντας τα νούμερα, δεν θα πρέπει λοιπόν να παραβλέπουμε τη σχεδόν τριετή περίοδο της παγκόσμιας πολιτικής κλειστών συνόρων, λόγω της πανδημίας, που στέρησε την δυνατότητα άφιξης και ολοκλήρωσης των αιτήσεων των επενδυτών. Η ίδια η Ελλάδα άλλωστε κράτησε αυστηρά κλειστά τα σύνορά της για τους επενδυτές, αφού αρνούμασταν την είσοδο ακόμα και σε αιτούντες οι οποίοι είχαν ήδη ολοκληρώσει την επένδυση και εκκρεμούσε μόνο η κατάθεση της αίτησής τους. Το πρόγραμμα πάει ανέλπιστα καλά και αυτό θα φανεί στα στατιστικά των θερινών μηνών του 2023 όταν θα έχουν διεκπεραιωθεί όλες ή έστω οι περισσότερες αιτήσεις της προηγούμενης χρονιάς, και μάλιστα παρά την μη επανεμφάνιση των Κινέζων επενδυτών- η οποία αναμένεται μαζικά για το 2023- και παρά τις κυρώσεις στους Ρώσους υπηκόους μετά την κήρυξη του πολέμου στην Ουκρανία τον περασμένο Φεβρουάριο.
- Εξετάζονται διάφορες αλλαγές από την κυβέρνηση αυτό το διάστημα. Τι θεωρείτε ότι χρειάζεται να γίνει ώστε να αποκτήσει πάλι το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα το πρόγραμμα διεθνώς;
Καταρχήν οι αλλαγές οι οποίες σχεδιάζονται πρέπει να γίνονται με εισαγωγή μεγάλων μεταβατικών περιόδων, τουλάχιστον έξι μηνών, ιδανικά ενός έτους. Επίσης, θα πρέπει να ληφθούν υπόψιν οι επαγγελματίες της αγοράς, οι οποίοι γνωρίζουν υποπεριπτώσεις, προκειμένου να αποφευχθούν δυσλειτουργίες και εν τέλει δυσφήμιση του προγράμματος. Ο διπλασιασμός του ποσού της επένδυσης που έχει αναγγελθεί από την κυβέρνηση, δεν είναι λάθος, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα αφορά το σύνολο της επικράτειας και ότι θα υπάρξουν δικλείδες ασφαλείας για όσους έχουν ήδη αγοράσει στο παρελθόν.
Παράλληλα, πάγιο αίτημα της αγοράς είναι η Ελλάδα να εξαλείψει το μοναδικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Πορτογαλίας, το οποίο αφορά τον χρόνο πραγματικής διαμονής προκειμένου να κατατεθεί αίτημα πολιτογράφησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο κάτοχος πορτογαλικής Golden Visa μπορεί να πολιτογραφηθεί μετά από πέντε χρόνια, έχοντας πραγματικά διαμείνει μόλις 35 ημέρες, ενώ ο κάτοχος ελληνικής Golden Visa θα χρειαστεί να αποδείξει πραγματική διαμονή τουλάχιστον 1.300 ημερών κατά την τελευταία επταετία, πλέον δεσμούς λόγω εργασίας κλπ. την ίδια στιγμή που δεν του χορηγείται καν δικαίωμα εργασίας. Ήδη η διαδικασία πολιτογράφησης έχει αρκετά ελεγκτικά εργαλεία σχετικά με την ενσωμάτωση του αιτούντος στην ελληνική κοινωνία, όπως η καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας, και η καλή γνώση ελληνικής ιστορίας και ελληνικού πολιτισμού. Το δικαίωμα εργασίας είναι επίσης στοιχείο που μας κρατάει πίσω, σε σχέση με τον ανταγωνισμό, αφού όλες οι υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες δίνουν το δικαίωμα στους επενδυτές τους να εργαστούν, είτε στον ιδιωτικό τομέα είτε ανοίγοντας δικές τους επιχειρήσεις, αντλώντας με αυτόν τον τρόπο τεχνογνωσία από το εξωτερικό ή ακόμα και επιπλέον επενδυτικά κεφάλαια και λειτουργώντας ανταποδοτικά στην κοινότητα.