«Η άνοδος των αμοιβών της εργασίας σε πραγματικούς όρους είναι κεντρικός σκοπός της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και μία από τις δεσμεύσεις του ίδιου του πρωθυπουργού για τη βελτίωση της ζωής των εργαζομένων».
Αυτό δήλωσε, μεταξύ άλλων, ο γενικός γραμματέας Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Νίκος Μηλαπίδης, σε συνέντευξή του στο Talk Radio 98.9, επισημαίνοντας ότι, από σήμερα 1η Απριλίου 2024, εφαρμόζεται ο νέος κατώτατος μισθός (4η διαδοχική αύξηση από το 2019).
Όπως είπε, «ο κατώτατος μισθός, ο οποίος αυξάνεται από σήμερα στα 830 ευρώ, δηλαδή 50 ευρώ παραπάνω τον μήνα και, συνολικά, 180 ευρώ σε σχέση με τα 650 ευρώ, που ήταν το 2019, θα ωφελήσει και τους εργαζόμενους στον τουρισμό.
Πρόκειται για μία αύξηση κατά 28%, η οποία συμπαρασύρει προς τα πάνω μία σειρά επιδομάτων, όπως το επίδομα ανεργίας, το οποίο αντιστοιχεί στο 55% του κατώτατου μισθού και, πλέον, διαμορφώνεται στα 509 ευρώ, αλλά και μία σειρά από άλλα επιδόματα, όπως η ειδική παροχή μητρότητας, που δικαιούνται και οι μη μισθωτές και οι αγρότισσες, τα ειδικά βοηθήματα ευάλωτων ομάδων, τα ειδικά βοηθήματα σε εποχικά εργαζόμενους και, βέβαια, όλα αυτά σε συνδυασμό με τις τριετίες, που έχουν "ξεπαγώσει" από την 1η Ιανουαρίου 2024».
Σε ερώτηση σχετικά με το αν η αύξηση στον κατώτατο μισθό πρακτικά δεν αποτυπώνεται, λόγω αυξημένης φορολογίας, ο κ. Μηλαπίδης απάντησε τα εξής: «Η αύξηση ανέρχεται περίπου στο 28% και ο πληθωρισμός είναι 15% με 16% αυτή την τετραετία. Οι πληθωριστικές πιέσεις είναι παροδικές, όμως οι αυξήσεις στους μισθούς είναι μόνιμες. Την προηγούμενη τετραετία, μειώθηκαν οι φορολογικοί συντελεστές, αλλά και οι ασφαλιστικές εισφορές κατά 4,4 μονάδες, ενώ θα υπάρξει περαιτέρω μείωση μίας ποσοστιαίας μονάδας (μείωση μισής ποσοστιαίας μονάδας το 2025 και μείωση μισής ποσοστιαίας μονάδας το 2027), ούτως ώστε να ελαφρύνουμε ακόμα περισσότερο την επιβάρυνση και οι εργαζόμενοι να λάβουν μεγαλύτερο μισθό».
Επισήμανε ότι «η εξίσωση είναι δύσκολη και πρέπει πάντα να προσμετρώνται η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και οι πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων» και προσέθεσε: «Η αύξηση του κατώτατου μισθού αποτελεί ένα μόνο εργαλείο της οικονομικής πολιτικής, που επηρεάζει τη λειτουργία της εργασίας. Ταυτόχρονα, πρέπει να βλέπουμε και πώς οι επιχειρήσεις -σε αυτή τη διαδικασία αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου- θα είναι πιο ανταγωνιστικές. Γι' αυτό, χρειαζόμαστε επενδύσεις».
Παράλληλα, ο κ. Μηλαπίδης τόνισε ότι η ανάπτυξη δεξιοτήτων αποτελεί το νούμερο ένα ζήτημα για την επόμενη δεκαετία. «Οι ευρωπαϊκοί πόροι που έχει εξασφαλίσει η χώρα για την κατάρτιση και την αναβάθμιση των δεξιοτήτων είναι πάρα πολύ σημαντικοί και δεν πρέπει να χαθεί η ευκαιρία και για τους εργαζόμενους και για τις επιχειρήσεις, γιατί μαζί θα αλλάξουν το παραγωγικό μοντέλο προς όφελος όλων. Πρόκειται μία κατάσταση win-win» σχολίασε ο γγ Κοινωνικών Ασφαλίσεων.